Περιεχόμενα του ιστολογίου

.
Στο ιστολόγιο αυτό μπορείτε να διαβάσετε όλους του Ασκητικούς Λόγους και τις Επιστολές του αββά Ισαάκ του Σύρου, καθώς και ένα σύντομο Βίο του οσίου.
.
Πατώντας στον καθένα από τους παρακάτω ηλεκτρονικούς συνδέσμους (π.χ. Λόγος Α΄) μεταφέρεστε στο κείμενο του συγκεκριμένου Ασκητικού Λόγου. Πατώντας έπειτα στο πάνω μέρος του Λόγου το σύνδεσμο "Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων" ή στο κάτω μέρος του Λόγου το σύνδεσμο "Αρχική σελίδα" μεταφέρεστε και πάλι στην πρώτη σελίδα του ιστολογίου που περιέχει όλους τους Ασκητικούς Λόγους τον ένα μετά τον άλλο.
.
Καλή μελέτη των Ασκητικών Λόγων του Αββά Ισαάκ του Σύρου. Ο δε αββάς Ισαάκ ας πρεσβεύει υπέρ πάντων ημών.


-Επιστολή Α΄ -Επιστολή Β΄ -Επιστολή Γ΄ -Επιστολή Δ΄ Λόγος (01) Α΄ Λόγος (02) Β΄ Λόγος (03) Γ΄ Λόγος (04) Δ΄ Λόγος (05) Ε΄ Λόγος (06) Στ΄ Λόγος (07) Ζ΄ Λόγος (08) Η΄ Λόγος (09) Θ΄ Λόγος (10) Ι΄ Λόγος (11) ΙΑ΄ Λόγος (12) ΙΒ΄ Λόγος (13) ΙΓ΄ Λόγος (14) ΙΔ΄ Λόγος (15) ΙΕ΄ Λόγος (16) ΙΣΤ΄ Λόγος (17) ΙΖ΄ Λόγος (18) ΙΗ΄ Λόγος (19) ΙΘ΄ Λόγος (20) Κ΄ Λόγος (21) ΚΑ΄ Λόγος (22) ΚΒ΄ Λόγος (23) ΚΓ΄ Λόγος (24) ΚΔ΄ Λόγος (25) ΚΕ΄ Λόγος (26) ΚΣΤ΄ Λόγος (27) ΚΖ΄ Λόγος (28) ΚΗ΄ Λόγος (29) ΚΘ΄ Λόγος (30) Λ΄ Λόγος (31) ΛΑ΄ Λόγος (32) ΛΒ΄ Λόγος (33) ΛΓ΄ Λόγος (34) ΛΔ΄ Λόγος (35) ΛΕ΄ Λόγος (36) ΛΣΤ΄ Λόγος (37) ΛΖ΄ Λόγος (38) ΛΗ΄ Λόγος (39) ΛΘ΄ Λόγος (40) Μ΄ Λόγος (41) ΜΑ΄ Λόγος (42) ΜΒ΄ Λόγος (43) ΜΓ΄ Λόγος (44) ΜΔ΄ Λόγος (45) ΜΕ΄ Λόγος (46) ΜΣΤ΄ Λόγος (47) ΜΖ΄ Λόγος (48) ΜΗ΄ Λόγος (49) ΜΘ΄ Λόγος (50) Ν΄ Λόγος (51) ΝΑ΄ Λόγος (52) ΝΒ΄ Λόγος (53) ΝΓ΄ Λόγος (54) ΝΔ΄ Λόγος (55) ΝΕ΄ Λόγος (56) ΝΣΤ΄ Λόγος (57) ΝΖ΄ Λόγος (58) ΝΗ΄ Λόγος (59) ΝΘ΄ Λόγος (60) Ξ΄ Λόγος (61) ΞΑ΄ Λόγος (62) ΞΒ΄ Λόγος (63) ΞΓ΄ Λόγος (64) ΞΔ΄ Λόγος (65) ΞΕ΄ Λόγος (66) ΞΣΤ΄ Λόγος (67) ΞΖ΄ Λόγος (68) ΞΗ΄ Λόγος (69) ΞΘ΄ Λόγος (70) Ο΄ Λόγος (71) ΟΑ΄ Λόγος (72) ΟΒ΄ Λόγος (73) ΟΓ΄ Λόγος (74) ΟΔ΄ Λόγος (75) ΟΕ΄ Λόγος (76) ΟΣΤ΄ Λόγος (77) ΟΖ΄ Λόγος (78) ΟΗ΄ Λόγος (79) ΟΘ΄ Λόγος (80) Π΄ Λόγος (81) ΠΑ΄ Λόγος (82) ΠΒ΄ Λόγος (83) ΠΓ΄ Λόγος (84) ΠΔ΄ Λόγος (85) ΠΕ΄ Λόγος (86) ΠΣτ΄ Ο Βίος του Αββά Ισαάκ

ΛΟΓΟΣ Α': ΠΕΡΙ ΑΠΟΤΑΓΗΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

Ο φόβος του Θεού αρχή εστί της αρετής. Λέγεται δε είναι γέννημα της πίστεως και σπείρεται εν τη καρδία, όταν αποχωρισθή η διάνοια από του περισπασμοΰ του κό­σμου, του συνάξαι τάς νοήσεις αυτής, τάς ρεμβομένας εκ του μετεωρισμού, εν τη αδολεσχία της μελλούσης αποκαταστάσε­ως. Το θείναι θεμέλιον της αρετής, ουδέν κρειττότερον του επισχείν τίνα εαυτόν εν τη απαλλαγή των του βίου πραγμάτων και διαμείναι εν τω νόμω του φωτός των τρίβων των ευθειών και αγίων, ων εν Πνεύματι ο ψαλμωδός εσήμανε και επωνόμασε. Μόλις ευρίσκεται άνθρωπος δυνάμενος φέρειν την τιμήν, τάχα δε ουδέ παντελώς ευρίσκεται (και τούτο εκ της ταχείας υποδο­χής της αλλοιώσεως, ως αν τις λέγη), ουδέ εάν τις ισάγγελος γένηται τοις τρόποις.
Η αρχή της οδού της ζωής, το αεί μελετήσαι τον νουν εν τοις λόγοις του Θεού και εν πτωχεία διατρίβειν. Το γαρ εκείθεν αρδεύεσθαι, συνεργεί είς την ταύτης τελείωσιν ήγουν το αρδεύεσθαι εκ της μελέτης των λόγων του Θεού, βοηθεί σοι εις την της πτώχειας κατόρθωσιν, η δε της ακτημοσύνης κατόρθωσις σχολήν παρέχει σοι του κατορθώσαι την μελέτην των λόγων του Θεού. Η δε βοήθεια των δύο τούτων συντόμως αναφέρει εις την ανάβασιν πάσης οικοδομής των αρετών. Ου­δείς δύναται πλησιάσαι τω Θεώ, εί μη ο αφιστών εαυτόν εκ του κόσμου. Απόστασιν δε λέγω, ου την εκδημίαν του σώμα­τος, άλλα των του κόσμου πραγμάτων.
Αύτη δε εστίν η αρετή, ίνα τις εν τη διανοία αυτού σχολάση από του κόσμου. Ου δύναται η καρδία γαληνιάσαι και αφάνταστος είναι, όσον αι αισθήσεις ενεργούσι τινά, ουδέ τα πάθη τα σωματικά καταργούνται, ουδέ οι πονηροί λογισμοί εκλείπουσιν άνευ της ερήμου. 'Εως αν κτήσηται η ψυχή μέθην εν τη πίστει του Θεού, εν τη υποδοχή της δυνάμεως της αισθήσεως αυτής, ούτε την ασθένειαν των αισθήσεων θεραπεύσει, ούτε δυνάμει δύναται πατήσαι την ύλην την ορατήν, ήτις εστί φραγμός των έσω, και ουκ αισθάνεται του αυτεξουσίου το λογικόν γέννημα. Και ο καρπός αμφοτέρων ο εκλινισμός. Άνευ της πρώτης, ουδέ η δευτέρα όπου δε η δευτέρα ουκ ορθοποδεί, εκεί η τρίτη ως εν χαλινώ δέδεται.
Όταν μεν η χάρις πληθυνθή εν ανθρώπω, τότε εν τω πόθω της δικαιοσύνης ο φόβος του θανάτου ευκαταφρόνητος αυτώ γίνεται και αιτίας πολλάς ευρίσκει τις εν τη ψυχή αυτού, ότι δει υπέρ του φόβου του Θεού υποφέρειν την θλίψιν. Και όσα δοκούντα βλάπτειν το σώμα και αιφνιδίως επί την φύσιν επέρ­χονται και ακολούθως εις το παθείν ετέθησαν, ως ουδέν λογί­ζονται εν οφθαλμοίς αυτού εν συγκρίσει των ελπιζομένων από του νυν. Και ου δυνατόν χωρίς παραχωρήσεως των πειρασμών γνώναι ημάς την αλήθειαν. Πληροφορίαν δε περί τούτου εκ της διανοίας ακριβώς ευρίσκει και ότι πρόνοιαν πολλήν έχει ο Θεός έπι τον άνθρωπον και ουκ εστίν άνθρωπος, μη ων υπό την πρόνοιαν αυτού, και μάλιστα επί τους εξελθόντας ζητήσαι αυ­τόν και βαστάζοντας τα πάθη υπέρ αυτού, δακτυλοειδώς θεωρεί λαμπρώς.
Όταν δε η στέρησις της χάριτος πληθυνθή εν ανθρώπω, τότε πάντα τα ρηθέντα εναντία ευρίσκονται πλησίον και η γνώσις μείζων της πίστεως δια την εξέτασιν και η πεποίθησις του Θεού ουκ εν παντί πράγματι επιτυγχάνει και ούτως ουδέ η πρόνοια του Θεού περί τον άνθρωπον νομίζεται, αλλά υπό των ενεδρευόντων του εν σκοτομήνη κατατοξεύσαι αυτών τα βέλη ενδελεχώς ενεδρεύεται εν τούτοις ο τοιούτος.
Αρχή της αληθινής ζωής του ανθρώπου, ο φόβος του Θεού, και ούτος συν τω μετεωρισμώ τίνων εν τη ψυχή διαμείναι ου πείθεται. Διασκεδάζεται γαρ η καρδία εκ της ηδο­νής του Θεού εν τη διακονία των αισθήσεων. Δέδενται γαρ, φησίν, αι έσω έννοιαι εν τη αισθήσει αυτών εν τοις αισθητηρίοις τοις διακονούσιν αυταίς. Δισταγμός καρδίας επεισάγει τη ψυχή δειλίαν, η δε πίστις και εν τη εκκοπή των μελών δύναται κρατύναι την προαίρεσιν. Εν όσω ο πόθος της σαρκός υπερισχύει εν σοι, εύθραστος και απτόητος ου δυνήση γενέσθαι εκ των πολλών εναντιωμάτων των διαμενόντων πλησίον του ποθούμενου.
Ο εφιέμενος της τιμής, ου δύναται στερηθήναι των αιτιών της λύπης. Ουδείς εστίν άνθρωπος εν τη αλλοιώσει των πραγμάτων, όστις ου κτάται εν τη διανοία αυτού αλλοίωσιν προς το προκείμενον πράγμα. Εάν η επιθυμία, φησί, γέννημα των αισθήσεων υπάρχη, σιωπησάτωσαν λοιπόν οι μετά περισπασμού την ειρήνην της διανοίας φυλάττειν ομολογούντες.
Σώφρων εστίν, όστις ουκ εν τω κόπω και τω καιρώ της πάλης και του αγώνος λέγει, ότι παύονται εξ αυτού οι αι­σχροί λογισμοί, αλλ' ός τη αληθεία της καρδίας αυτού σωφρο­νίζει την θεωρίαν της διανοίας αυτού, του μη ατενίσαι αναιδώς τοις ακολάστοις λογισμοίς. Και ότε η σεμνότης της συνειδήσε­ως αυτού μαρτυρεί εκ της θέας των οφθαλμών αυτού το πιστόν, η αιδώς ώσπερ καταπέτασμα εστί κρεμάμενη εν τω κρυπτώ χώρω των λογισμών. Και ο σώφρων παρθένος γίνε­ται, και η αγνεία αυτού τηρούμενη εν πίστει τω Χριστώ.
Ουκ εστί τι ούτως ικανόν προς αποτροπήν των προλήψεων της ακολασίας εκ της ψυχής και αποδιώκειν τάς κινουμένας μνήμας τάς επανισταμένας εν τη σαρκί και ποιούσας ταραχώδη φλόγα, ως το βαπτισθήναι εν τω ποθώ της μαθήσεως και καταδιώκειν οπίσω του βάθους των νοημάτων της θείας Γραφής. Ότε οι λογισμοί καταβαπτισθώσι τη ηδονή της καταδιώξεως οπίσω της σοφίας της τεθησαυρισμένης εν τοις λόγοις, εν τη δυνάμει εν η απομάσσεται εξ αυτών την φανέρωσιν, καταλιμπάνει οπίσω του νώτου αυτού ο άνθρωπος τον κόσμον και πάντα τα εν αύτω λανθάνει και πάσας τάς μνήμας, τάς ενεργούσας εικόνας της σωματώσεως του κόσμου, εξαλεί­φει εκ της ψυχής και πολλάκις και εκ της χρείας των εξ έθους λογισμών, των επισκεπτόντων την φύσιν. Και αύτη η ψυχή εν εκστάσει διαμένει εν ταίς καιναίς απαντήσεσι, ταις εκ της θαλάσσης των μυστηρίων των Γραφών.
Και πάλιν εάν ο νους νήχηται επί την επιβολήν των υδάτων, ήτοι της θαλάσσης των θείων Γραφών, και μη δυνηθή εις όλον το βάθος βυθίσαι τα νοήματα αυτού, του κατανοήσαι όλους τους θησαυρούς τους εν τω βυθώ αυτής, αρκετόν αυτώ αύτη η μελέτη εν τω πόθω αυτής, του εμποδίσαι αυτούς μη δραμείν προς την φύσιν του σώματος, καθώς τις των θεοφόρων έφησε. Διότι η αρδία χαύνη εστί και ου δύναται υποφέρειν τάς κακίας τάς απαντώσας από των έξω και των έσω πο­λέμων. Και οίδατε, ότι ο κακός λογισμός βαρύς εστί, και εάν η καρδία μη ασχοληθή εν τη γνώσει, ου δύναται υπομείναι την ταραχήν της ορμής του σώματος.
Και καθάπερ το βάρος του σταθμού τη οξύτητι της ροπής του ζυγού προς την ταραχήν των ανέμων, ούτως η αιδώς και ο φόβος τη ροπή της διανοίας. Και κατά την αναλογίαν της λείψεως του φόβου και της αιδούς αιτία γίνεται τω νοί ρέμβεσθαι αεί και ενταύθα ώσπερ το αυτεξούσιον κατά την αναλογίαν της αποστάσεως τον φόβον εκ της ψυχής, ταράσσεται ο ζυγός της διανοίας ώδε κακείσε. Λοιπόν, ώσπερ αι πλάστιγγες του ζυγού, υπό του βαρυτάτου σταθμίου βαρυνθείσαι, ουκ ευχε­ρώς υπό της του πνεύματος πνεύσεως ο ζυγός σαλεύεται, ούτω και η διάνοια, βαρυνθείσα υπό του φόβου του Θεού και της αιδούς, ου ραδίως τρέπεται υπό των σαλευόντων αυτήν. Και καθ' όσον η λείψις του φόβου εν τη διανοία γένηται, κατά τοσούτον κυριεύεται υπό της τροπής και της αλλοιώσεως. Σοφίσθητι του είναι θεμέλιον εν τη οδοιπορία σου τον φόβον του Θεού, και εν ολίγαις ημέραις αποκαθίστασαι εν τη πύλη της βασιλείας χωρίς κυκλεύσεως οδού.
Εν πάσι τοις συναντώσι σοι εν ταίς Γραφαίς ανάκρινον τον σκοπόν του λόγου, του βαθύναι σευατόν και κατανοήσαι εν μεγάλη διαγνώσει το βάθος των νοημάτων των άγιων. Οι εκ της θείας χάριτος εν τη πολιτεία αυτών οδηγούμενοι του φωτισθήναι, άει αισθάνονται ως ακτίνος τίνος νοητής διαπορευομένης εν μέσω των στίχων των γεγραμμένων και διακρινούσης έπροσθεν της διανοίας των ψιλών λόγων εκ των πραγμάτων των λεγομένων εν μεγάλη διανοία τη ψυχική συνέσει.
Άνθρωπος αναγινώσκων εν μεγάλοις στίχοις ψιλώς, ψιλούται και η καρδία αυτού και σβέννυται εκ της αγίας δυ­νάμεως της παρεχούσης τη καρδία γλυκυτάτην γεύσιν εν κατα­νοήσει ψυχής θαυμαστή.
Εκαστόν τι προς το συγγενές αυτού τρέχειν είωθε. Και ψυχή, έχουσα μέρος Πνεύματος, όταν άκούση ρήματος του έχοντος έγεκρυμμένην εν έαυτω δύναμιν πνευματικήν, δια­πύρως έλκει την ύπόθεσιν αυτού. Ου πάντα άνθρωπον εξυπνίζει εις το θαυμάζειν πράγμα πνευματικώς λεγόμενον και έχον εν εαυτώ εγκεκρυμμένην δύναμιν μεγάλην. Ο λόγος ο περί αρε­τής χρήζει καρδίας σχολαζούσης από της γης και της ομιλίας αυτής. Ανθρώπου δε, ούτινος η διάνοια μοχθεί εν τη φροντίδι των παρερχομένων, τα της αρετής πράγματα ουκ εξυπνίζουσι τον λογισμόν αυτού προς πόθον και ζήτησιν της κτήσεως αυ­τών. Η λύσις η εκ της ύλης προτερεύει τη γενέσει αυτής του προς Θεόν δεσμού, ει και πολλάκις εν τη οικονομία της χάριτος ευρίσκεται προλαμβάνων ούτος εκείνης εν τισιν, ως πόθος κα­λύπτει πόθον. Η τάξις του έθους της οικονομίας άλλη εστί παρά την τάξιν την κοινότητος των ανθρώπων. Σύ δε την κοινήν τάξιν φύλαξον. Εάν δε προλάβη εν σοι η χάρις, αυτής εστί τούτο' ει δε μη, εν τη οδώ των πάντων ανθρώπων, εν η ώδευσαν κατά την αναλογίαν της διαδοχής, ανάβηθι εις την ανάβα­σιν του πνευματικού πύργου.
Έκαστον τι ενεργούμενον εν τη θεωρία και πληρούμενον δι' εντολής της υπέρ αυτού, αθεώρητόν εστίν όλον τοις του σώματος οφθαλμοίς. Και έκαστον τι εν τη πράξει ενεργού­μενον, σύνθετον εστίν, ότι η εντολή η μία μόνη, ήγουν η πράξις, των αμφοτέρων δείται, της θεωρίας και της πράξεως, ένεκα των σωματικών και των ασωμάτων. Η σύνθεσις γαρ των εκατέρων μία εστί. Τα έργα τα φροντίζοντα της καθαρότητος ουκ αναχαιτίζουσι την αίσθησιν της μνήμης των παρελθόντων εγκλημάτων, αλλά την λύπην της μνήμης εκ της διανοίας λαμβάνουσι, και γίνεται από του νυν η της μνήμης διάβασις εν τη διανοία επωφελώς. Πλεονεκτεί η πλεονεξία της ψυχής εν τη κτήσει της αρετής το μέρος της ορατής επιθυμίας του ομοζύγου σώματος. Πάν πράγμα το μέτρον κοσμεί. Χωρίς γαρ μέτρου, και τα νομιζόμενα καλά είναι, εις βλάβην μεθίστανται.
Θέλεις κοινωνήσαι τω Θεώ εν τω νοί σου εν τη λήψει της αισθήσεως εκείνης της ηδονής, της μη καταδεδουλωμένης ταίς αισθήσεσιν; Ακολούθησον τη ελεημοσύνη, ήτις, όταν ευρέθη ένδον σου, εικονίζεται εν σοι εκείνο το κάλλος το άγιον, εν ω ωμοιώθης. Το καθολικόν του πράγματος της ελεημοσύ­νης, εν ου καιρώ τινι μεσιτευομένω προς την ενότητα της δόξης της λαμπρότητος, της θεότητος κοινωνίαν εμποιεί τή ψυχή.
Η ένωσις η πνευματική εστί μνήμη ασφράγιστος, ήτις εν διαπύρω πόθω αδιαστάτως εν τη καρδία πυρσεύεται, εκ της διαμονής της προς τάς εντολάς δύναμιν λαμβάνουσα προς τον δεσμόν, ου καταχρηστικώς, ουδέ φυσικώς. Εκεί γαρ ευρίσκει ύλην τη ψυχική θεωρία επιστηριχθήναι υπ' αυτήν υποστατικώς. Δια τούτο έρχεται εις έκπληξιν η καρδία του καμμύσαι τάς δίπλας αισθήσεις αυτής, τάς σαρκικάς και τάς ψυχικάς. Ουκ εστίν άλλη τρίβος προς την πνευματικήν αγάπην, ήτις ει­κονίζει την αόρατον εικόνα, εάν μη πρώτον άρξηται τις του οικτειρήσαι, καθώς είρηκεν ο Κύριος ημών, προς την τελειότητα του Πατρός. Και γαρ ούτως ενετείλατο τοις υπακούουσιν αυτώ, του θείναι τούτο θεμέλιον.
Άλλος εστίν ο λόγος της πράξεως, και άλλος ο καλός λόγος. Και χωρίς πείρας των πραγμάτων, οίδεν η σοφία κοσμήσαι τους λόγους αυτής και του λαλήσαι αλήθειαν μη γινώσκουσα αυτήν και του φανερώσαι περί της αρετής, και αυτός μηδέποτε λαβών πείραν του έργου αυτής. Ο λόγος ο εκ της πράξεως, ταμείον της ελπίδος, και η άπρακτος σοφία, παραθήκη αισχύνης.
Ώσπερ τεχνίτης εστί ζωγραφών το ύδωρ εν τοις τοίχοις και ου δύναται το ύδωρ εκείνο την δίψαν αυτού αναψύξαι, και ώσπερ άνθρωπος θεωρών ενύπνια καλά, ούτω και ο άπρακτος λόγος. Ο εκ της πείρας του έργου αυτού λάλων περί αρετής, μεταδίδωσι τω ακούοντι αυτού, ώσπερ τις μεταδίδωσιν εκ του χρήματος της πραγματείας αυτού, και ώσπερ εκ των κτημάτων αυτού σπείρει την διδασκαλίαν εις τα ώτα των ενωτιζόντων αυτόν και ανοίγει το στόμα αυτού εν παρρησία μετά των πνευματικών αυτού τέκνων, καθώς ο γηραιός Ιακώβ τω σώφρονι Ιωσήφ έφη «ιδού, δέδωκά σοι εν μέρος περισσότερον των αδελφών σου, όπερ έλαβον εκ των Αμορραίων τω ξίφει μου και τω τόξω μου».
Εκάστω ανθρώπω, έχοντι πολιτείαν μεμολυσμένην, η πρόσκαιρος ζωή ποθεινή αύτω εστί και τω τούτου δευτέρω, τω εστερημένω γνώσεως. Καλώς είρηκέ τις, ότι ο φόβος του θανάτου λυπεί άνδρα καταγινωσκόμενον υπό της συνειδήσεως αυτού, ο δε έχων μαρτυρίαν αγαθήν εν εαυτώ, ούτος εφίεται του θανάτου ώσπερ ζωής. Μη ψήφισης τινά σοφόν αληθινόν, τον υπέρ ταύτης της ζωής τη δειλία και τω φόβω καταδουλούντα αυτού την διάνοιαν. Όλα τα αγαθά και τα κακά, τα συμβαίνοντα τη σαρκί, ενύπνια λογίζου είναι ου εν τω θανάτω γαρ μόνω έχεις λυθήναι εξ αυτών, αλλά πολλάκις προ του θανάτου καταλιμπάνουσι σε και απέρχονται. Εάν δε τίνα εξ αυτών εχωσί τίνα κοινωνίαν εν τη ψυχή σου, αυτά νόμιζε έχειν κτήματα σου εις τον αιώνα τούτον και εις τον μέλλοντα μετά σου υπάγουσι. Και εάν ώσι καλά, ευφραίνου και ευχαρίστησον τω Θεώ εν τη διανοία σου, εάν δε ώσι κακά, έσο περίλυπος και στέναξον και ζήτησον την απαλλαγήν εξ αυτών, εν όσω εί εν τω σώματι. Έκαστον αγαθόν ενεργούμενον εν σοι νοητώς και εν τω κρύπτω, έχε αυτό ακριβώς. Ότι το βάπτισμα και η πίστις γεγόνασι σοι μεσίται προς αυτό, εν οίς εκλήθης υπό του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου εις τα αγαθά έργα αυτού,συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι. Ω η δόξα και τιμή και ευχαριστία και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΛΟΓΟΣ Β': ΠΕΡΙ ΑΠΟΤΑΓΗΣ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΧΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΠΑΡΡΗΣΙΑΣ

‘Οταν αγαπήσωμεν φυγείν εκ του κόσμου και ξένοι των κοσμικών γενέσθαι, ουδέν ούτως ημάς χωρίζει εκ του κόσμου, ουδέ θάνατοι τα πάθη εξ ημών και διεγείρει και ζωογονεί ημάς εις τα πνευματικά, ως το πένθος και ο καρδιακός πόνος ο μετά διακρίσεως. Πρόσωπον γαρ αιδήμονος, μιμείται την ταπείνωσιν του ηγαπημένου. Και πάλιν ουδέν ημάς ποιεί συναναστραφήναι τω κοσμώ και τοις εν τω κοσμώ και τοις εν αύτω μεθυσταίς και ασώτοις, και ουδέν ημάς χωρίζει των θησαυρών της σοφίας και της γνώσεως των Θεού μυστηρίων, ως ο γελοιασμός και ο μετά παρρησίας μετεωρισμός, και τούτο εστί το επιτήδευμα του δαίμονος της πορνείας.
Επειδή δε σου πεπείραμαι της φιλοσοφίας, ω αγαπητέ, παρακαλώ σε εν αγάπη, παραφυλάττεσθαι εκ της επήρειας του εχθρού, ίνα μη εν τη ευτραπελεία των λόγων ψυχράνης την ψυχήν σου εκ της θέρμης της αγάπης του Χριστού, του δια σε χολής γευσαμένου επί του ξύλου του Σταυρού, και αντί της γλυ­κείας εκείνης μελέτης και της προς Θεόν παρρησίας εμπλήση αυτήν φαντασιών πολλών και σου εγρηγορότος, καθεύδοντος δε, αιχμαλώτιση αυτήν τοις ατόποις ενυπνίοις, ων την δυσοσμίαν οι άγιοι Άγγελοι του Θεού ουκ ανέχονται, Και γένη άλλοις ολίσθημα και σεαυτώ σκόλοψ. Παραβίασε ούν σεαυτόν μιμήσασθαι την ταπείνωσιν του Χριστού, ίνα μάλλον εξαφθή το πυρ το εν σοι παρ' αυτού καταβληθέν, εν ω εκριζούνται πάσαι αί κινήσεις του κόσμου, αι αποκτείνουσαι τον καινόν άνθρωπον και μιαίνουσαι τάς αυλάς του Κυρίου του αγίου και δυνατού.
Ε γώ γαρ θαρρώ λέγειν, κατά τον άγιον Παύλον, «ότι ναός Θεού έσμεν». Αγνίσωμεν ούν τον αυτού ναόν, ως αυτός αγνός εστίν, ίνα επιθυμήση κατασκηνώσαι εν αυτώ. Αγιάσωμεν αυτόν, ως και αυτός άγιος εστί, και κοσμήσωμεν αυτόν εν ασιν έργοις αγαθοίς και τιμίοις. Θυμιάσωμεν αυτόν τω θυμιάματι της αναπαύσεως του θελήματος αυτού δια καθαρός Και καρδιακής προσευχής, ην τη κοινωνία των κοσμικών συνεχών κινήσεων κτήσασθαι αδύνατον) και ούτως επισκιάσει τη ψυχή η νεφέλη της δόξας αυτού και διαυγάσει το φως της μεγαλωσύνης αυτού ένδοθεν της καρδίας. Και εμπλησθήσονται χαράς και ευφροσύνης πάντες οι οικήτορες του σκηνώματος του Θεού, οι δέ αναιδείς και αναίσχυντοι τη φλογί του αγίου Πνεύματος εκλείψουσιν.
Ονείδιζε ούν σαυτόν, αδελφέ, διαπαντός Και λέγε· Ουαί μοι, ω αθλία ψυχή, ήγγικε σου η εκ του σώματος διάλυσις.
Ίνα τι ευφραίνη εις ταύτα α σήμερον μέλλεις καταλείψαι και ων της θέας στερηθήση εις τους αιώνας; Πρόσεχε τοις εμπροσθέν σου και διαλογίζου α έπραξας, πώς και τίνα εισί, και μετά τίνος διήνυσας τας ημέρας της ζωής σου, ή τις εδέξατο τον κόπον της εργασίας της γεωργίας σου, και τίνα εύφρανας εν τη ση παλαίστρα, ίνα προς απάντησιν σου εξέλθη εν τω καιρώ της εξόδου σου. Τίνα δε έτερψας εν τω σω δρόμω, ίνα εν τω λιμένι αυτού αναπαυθής. Τίνος δε χάριν εταλαιπώρησας κοπιώσα, ίνα φθάσης εις αυτόν εν χαρά, τίνα τε εκτήσω φίλον εν τω μέλλοντι αίωνι, ίνα σε άρτι υποδέξηται εν τη εξόδω σου, εν ποίω αγρώ εθητεύσω, Και τις ο μέλλων σοι παρασχείν το μίσθωμα εν τη δύσει του ηλίου του χωρισμού σου.
Συ εξέτασαν σαυτήν, ω ψυχή, και βλέπε προς ποίαν γήν η μερίς σου και, εί διεπέρασας τον αγρόν τον καρποφορούντα πικρίαν τοις γεωργούσιν αυτόν, κράξον και βόησον εν στεναγμώ και αδημονία, τα αναπαύοντα τον Θεόν σου όπερ τας θυσίας και τα ολοκαυτώματα. Βρυέτω το στόμα σου οδυνηράς φωνάς, αίς οι άγιοι Άγγελοι επιτέρπονται. Βάψον σου τας παρειάς εν τω κλαυθμώ των ομμάτων σου, ίνα επαναπαύσηταί σοι το άγιον Πνεύμα και απολούση σε του ρύπου της κακίας σου.
Εξιλέωσαι σου τον Κύριον εν δάκρυσιν, ίνα προς σε παραγένηται. Επικάλεσαι Μαρίαν και Μάρθαν διδάξαι σε πενθικάς φωνάς, βόησον τω Κυρίω.
Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, Ο επί Λαζάρου κλαύσας και δάκρυα λύπης και συμπαθείας στάξας έπ' αυτώ, δέξαι δάκρυα πικρίας μου. Τοις πάθεσί σου, τα πάθη μου θερά­πευσαν. Τοις τραύμασί σου, τα τραύματα μου ιάτρευσον τω αίματι σου, το αίμα μου καθάγνισον και συγκέρασον τω σώμα­τι μου την όσμην του ζωοποιού σου σώματος. Η χολή, ην παρά των έχθρων εποτίσθης, γλυκάναι μου την ψυχήν από της πι­κρίας, ης με ο αντίδικος επότισε. Το σώμα σου το επί ξύλου Σταυρού τανυθέν, διαπετάσαι μου τον νουν προς σε, τον υπό των δαιμόνων κάτω ελκυσθέντα. Η κεφαλή σου, ην επί του Σταυρού έκλινας, υψώσαι μου την κεφαλήν την κολαφισθείσαν υπό των αντιπάλων. Αι πανάγιοι σου χείρες αι καθηλωθείσαι υπό απίστων εν τω Σταυρώ, αναγαγετωσάν με προς σε εκ του χάσματος της απώλειας, ως υπέσχετο το πανάγιόν σου στόμα.
Το πρόσωπον σου το δεξάμενον ραπίσματα και εμπτύσματα υπό των καταράτων, στιλβωσάτω μου το πρόσωπον το χρανθέν εν ταίς ανομίαις. Η ψυχή σου, ην επί του σταυρού ων τω Πατρί σου παρεδωκας, οδηγησάτω με προς Σε εν τη χάριτι σου.
Ούκ έχω καρδίαν οδυνηράν προς αναζήτησίν σου, ουκ έχω μετάνοιαν, ουδέ κατάνυξιν, τα επανάγοντα τα τέκνα προς την ιδίαν κληρονομίαν. Ουκ έχω, Δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν. Εσκότισται μου ο νους εν τοις βιωτικοίς και ουκ ισχύει ατενίσαι προς σε εν οδύνη. Έψυκται μου η καρδία εκ του πλήθους των πειρασμών, και ου δύναται θερμανθήναι τοις δάκρυσι της προς σε αγάπης. Αλλά συ, Κύριε Ιησού Χρίστε ο Θεός, ο θησαυρός των αγαθών, δώρησαί μοι μετάνοιαν ολόκλήρον και καρδίαν επίπονον, ίνα εξέλθω ολοψύχως εις αναζήτησίν σου. Χωρίς γαρ σου, παντός αγαθού ξενωθήσομαι. Χάρισαι ουν μοι, ω αγαθέ, την χάριν σου. Ο Πατήρ, ο προαγαγών σε εκ των κόλπων αυτού αχρόνως και αϊδίως, ανακαινισάτω εν εμοί τάς μορφάς της σης εικόνος. Κατέλιπόν σε, μη με εγκαταλίπης. Εξήλθον από σου, έξελθε εις αναζήτησίν μου και εισάγαγε με εις την νομήν σου και σογκαταρίθμησον με τοις προβάτοις της εκλεκτής σου ποίμνης και διάθρεψόν με συν αυτοίς εκ της χλόης των θείων μυστηρίων σου, ων η καθαρά καρδία καταγώγιον σου υπάρχει και καθοράται εν αυτή η έλλαμψις των σων αποκαλύψεων, ήτις εστί παράκλησις και αναψυχή των κοπιασάντων δια Σε εν ταις θλίψεσι και ταις παντοδαπαίς αικίαις.
Ης τίνος ελλάμψεως και ημείς αξιωθείημεν χάριτι και φιλανθρωπία Σου του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΛΟΓΟΣ Γ': ΠΕΡΙ ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΩΣ

ΚΑΙ ΟΤΙ ΟΥ ΔΕΙ ΔΕΙΛΙΑΝ ΚΑΙ ΦΟΒΕΙΣΘΑΙ, ΑΛΛΑ ΣΤΗΡΙΖΕΣΘΑΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑΝ ΤΗ ΕΙΣ ΘΕΟΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙ ΚΑΙ ΘΑΡΡΕΙΝ ΤΗ ΑΔΙΣΤΑΚΤΩ ΠΙΣΤΕΙ ΩΣ ΕΧΟΝΤΑΣ ΦΡΟΥΡΟΝ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ

Εάν ποτέ ευρέθης της αναχωρήσεως άξιος, της εχούσης ελαφρά τα φορτία εν τη βασιλεία της ελευθερίας αυτής, μη κατεπείξη σε ο λογισμός του φόβου κατά την συνήθειαν αυτού εν πολλοίς τρόποις της αλλοιώσεως των λογισμών και της αναστροφής αυτών, άλλα μάλλον έσο πιστεύων, ότι ο φύλαξ σου μετά σευατου εστί, και πληροφορήθητι εν τη σοφία σου ακριβώς, ότι συ μετά πάσης της κτίσεως υπό ενί Δεσπότη έστέ, ενΙ νεύματι τα πάντα κινούντι και σαλεύοντι και πραύνοντι και οικονομούντι, καί ουδείς σύνδουλος δύναται βλάψαι τινά των συνδούλων αυτού, δίχα της επιτροπής του προνοούντος των πάντων και διϊθύνοντος, και ευθέως ανάστα και θάρσει. Και εάν εδόθη η ελευθερία τισίν, άλλ ούκ εν παντί πράγματι. Ούτε γαρ οι δαίμονες, ούτε τα θηρία φθαρτικά, ούτε οι εν κακία άνθρωποι δύνανται πληρώσαι το θέλημα αυτών εις φθοράν και απώλειαν, ει μη το του κυβερνώντος επιτρέψειε βούλημα και δοίη τόπον ποσότητος· ου γαρ την ελευθερίαν επιτρέπει ελθείν εις ενέργειαν άπασαν. ει γαρ τούτο ην, ουκ είχε ζήσαι πάσα σαρξ. Ουκ εά γαρ ο Κύριος την κτίσιν αυτού, ίνα πλησίαση αύτη η των δαιμόνων εξουσία και των ανθρώπων και ενεργήση εν αυτή το θέλημα αυτών. Δια τούτο λέγε αεί τη ψυχή σου, Έχω φύλακα φυλάσσοντά με και ου δύναται τι των κτι­σμάτων φανήναι ενώπιον μου μόνον, ει μη άνωθεν γένηται κέ­λευσμα. Πίστευσον δε, ως ουδέ θεαθήναι τοις οφθαλμοίς σου και τοις ώσιν ακουτίσαι σου τάς αυτών απειλάς τολμώσιν. ει γαρ είχον επιτροπήν άνωθεν εκ του επουρανίου, ουκ ην ανάγκη λόγου και λόγων, αλλά τω εαυτών θελήματι και το έργον επηκολούθει.
Πάλιν δε λέγε σεαυτώ, ότι, ει το θέλημα εστί του Δεσπότου μου το κατεξουσιάσαι τους πονηρούς του πλάσματος, ουδέ εγώ τουτί δέχομαι δυσχερώς, ώσπερ τις μη θέλων καταργήσαι το θέλημα του Κυρίου αυτού. Και ούτως εν τοις πειρασμοίς σου χαράς πλησθήση, ως τις γνους και ακριβώς αισθηθείς, ότι το νεύμα του Δεσπότου διακυβερνώ σε και διευθύνει σε. Λοιπόν στήριξον την καρδίαν σου εν τω πεποιθέναι προς Κύριον και μη φοβηθης, μήτε από φόβου νυκτερινού μήτε από βέλους πετωμένου ημέρας. Ή πίστις γαρ, φησι, του δικαίου, η προς τον Θεόν, εξημεροί τα θηρία τα άγρια, ως τα πρόβατα.
Ουκ ειμί, φησί, δίκαιος, ίνα πεποιθώς ω επί Κύριον. Αλλά συ αληθώς δια την εργασίαν της δικαιοσύνης εξήλθες εις την έρημον την πλήρη θλίψεων και δια τούτο υπήκοος εγένου τω θελήματι του Θεού. Λοιπόν ματαίως κοπιάς, όταν βαστάζης τούτους τους κόπους, ούχ ότι ο Θεός θέλει τον κόπον των ανθρώπων, ει μη συ προσφέρης αυτώ θυσίαν αγάπης την σεαυτού θλίψιν. Ταύτην την διάκρισιν δεικνύουσι πάντες οι αγαπώντες τον Θεόν, θλίβοντες εαυτούς υπέρ της εις αυτόν αγά­πης. οι γαρ ευδοκούντες εν τω φόβω του Θεού ζήσαι εν Χριστώ Ιησού, θλίψιν αίρουσι και διωγμόν υπομένουσι. Κακείνος εν εξουσία γενέσθαι ποιεί αυτούς των εαυτού κρυ­πτών θησαυρών.
Περί προκοπής της εκ των πειρασμών γινομένης τοις μετά ευχαριστίας και ανδρείας αυτούς υπομένουσιν.
Είπε γαρ τις των αγίων, ότι ην τις των αναχωρητών γέρων τίμιος, και απήλθον προς αυτόν άπαξ και ήμην εν λύπη εκ των πειρασμών. Αυτός δε ην ασθενών κατακείμενος, και ότε ησπασάμην αυτόν, εκάθισα προς αυτόν και είπον αυτώ: Εύξαι υπέρ εμού, πάτερ, ότι πάνυ λυπούμαι εκ των πειρασμών των δαιμόνων.
Ό δε ανοίξας τους οφθαλμούς αυτού, προσέσχε μοι και είπε· Τέκνον, συ νεώτερος εί και ουκ αφίησιν ο Θεός επί σε πειρασμούς.
Καγώ είπον αυτώ·
Και νεώτερος ειμί, πειρασμούς δε ισχυρών έχω αν­δρών. Κακείνος πάλιν είπε·Λοιπόν θέλει σε ο Θεός σοφίσαι.
Κάγώ είπον
Πώς σοφίσει με; εγώ γαρ καθ' ημέραν γεύομαι του θανάτου. Κακείνος αύθις·
Ο Θεός, είπε, αγαπά σε, σιώπα. Μέλλει ο Θεός δούναι σοι την χάριν αυτού.
Έφη δε πάλιν
Γνώθι, τέκνον, ότι τριάκοντα χρόνους πόλεμον μετά των δαιμόνων εποίησα, και τον εικοστόν παραδρομών, ου εβοηθήθην το σύνολον. Ηνίκα δε και τον πέμπτον τούτον παρελάσας ετύγχαναν, ηρξάμην ευρίσκειν ανάπαυσιν και, οδώ του χρόνου βαδίζοντος, επληθύνετο. Του δε εβδόμου παραρρυέντος και του μετ' αυτόν επιστάντος ογδόου, εις πλήθος επετείνετο πλείον. Παρατρέχοντος δε και του τριακοστού και προς το τέλος καταφθάνοντος, ήδη, ούτως εκραταιώθη η ανάπαυσις, ως μηδέ το μέτρον αυτής εις όσον προέβη γινώσκειν με. Και επέφερεν ότι· Ότε αναστήναι θελήσω εις την λειτουργίαν μου, μίαν δόξαν λειτουργήσαι αφίεμαι, εις δε τα λοιπά, εάν στώ τρεις ημέρας, εις έκπληξιν μετά του Θεού γίνομαι και του κόπου ουδ' όλως αισθάνομαι. Ιδού το έργον του πολλού καιρού, ποίαν ανάπαυσιν απλήρωτον απεγέννησεν.
Ότι η φυλακή της γλώσσης ου μόνον εξυπνίζει τόν νουν προς τον Θεόν, αλλά και τη εγκρατεία συμβάλλεται.
Ην τις των πατέρων και ην εσθίων δεύτερον της εβδομάδος, και είπεν ημίν, ότι εν τη ημέρα, εν η λαλώ τινι, τον κανόνα της νηστείας κατά την συνήθειαν μου ου δυνατόν μοι φυλάξαι, άλλ' αναγκάζομαι καταλύσαι. Και ενοήσαμεν, ότι η φυλακή της γλώττης ου μόνον εξυπνίζει τον νουν προς τον Θεόν, αλλά καΙ τοις έργοις τοις φανεροίς, τοις δια του σώματος ενεργουμένοις, ισχύν μεγάλην κρυπτώς παρέχει εις το τελεσθήναι αυτά, φωτίζει τε και εν τη κρυπτή εργασία, καθώς είπον οι Πατέρες ότι η φυλακή του στόματος εξυπνίζει την συνείδησιν προς τον Θεόν, εάν εν γνώσει τις σιωπά.
Ούτος ο άγιος συνήθειαν είχε πολλήν εις την αγρυπνίαν της νυκτός· Έλεγε γαρ, ότι την νύκτα εκείνην, καθ' ην ίσταμαι έως πρωί, μετά την ψαλμωδίαν αναπαύομαι, μετά δε το του ύπνου εξυπνισθήναί με, εν εκείνη τη ημέρα γίνομαι ούτως, ως άνθρωπος τις μη ων εν τω κόσμω τούτω, και λογισμοί γήινοι εν τη καρδία μοο ουδαμώς αναβαίνουσιν, ουδέ των ωρισμένων κανόνων χρείαν έχω, άλλ' εν τη εκπλήξει γίνομαι όλην την ημέραν εκείνην.
Εν μιά ούν των ημερών ήμην εσθίων, τεσσάρων παρελθουσών πρότερον, μηδενός το παράπαν γευσάμενος, και ότε ανέστην εις την των εσπερινών λειτουργίαν και ούτως ίνα γεύσωμαι, έστην εν τη αυλή του κελλίου μου, ότε ην ήλιος πολύς και αρξάμενος μόνον εις μίαν δόξαν, ησθήθην της λειτουργίας μου, και έκτοτε έμεινα μη γινώσκων όποι τυγχάνω και ήμην ούτως, έως του ανατείλαι πάλιν τον ήλιον εις την επιούσαν ημέραν και θερμάναι το πρόσωπον μου. Και τότε, ότε ο ήλιος επί πλείον εβάρυνέ μου και κατέκαυσε μου το πρόσωπον, εστράφη ο νους μου προς εμέ, και ιδού είδον, ότι άλλη ημέρα εστί, και ηυχαρίστησα τω Θεώ, ότι πόσον η χάρις αυτού υπερεκχείται επί τον άνθρωπον.Και εις ποίαν μεγαλωσύνην αξιοί τους καταδιώκοντας αυτόν
Λοιπόν αυτώ μόνω πρέπει η δόξα και η μεγαλοπρέπεια εις τους αιώνας των αιώνων.

ΛΟΓΟΣ Δ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ο λόγος του Κυρίου ο αληθινός, όν είρηκεν, ότι ου δύναται τις μετά του πόθου του κόσμου την αγάπην κτήσασθαι του Θεού, ουδέ μετά της κοινωνίας αυτού δυνατόν κοινωνίαν κεκτήσθαι προς τον Θεόν, ουδέ συν τη μερίμνη αυτού έχειν την μέριμναν του Θεού. Όταν ταύτα τα του Θεού καταλείψωμεν δια την κενοδοξίαν, ή πολλάκις δια την ένδειαν της χρείας του σώματος, κλίνουσι πολλοί εξ ημών εις άλλα, οίτινες εξωμολογήσαντο εργάσασθαι τα της βασιλείας των ουρανών και ου μνημονεύουσι της επαγγελίας του Κυρίου, ης είρηκεν Εάν πάσαν μέριμναν υμών ποιήσητε περί της βασιλείας των ουρανών, ου στερήσω υμάς των της χρείας της φύσεως της ορωμένης, αλλ' έρχεται υμίν πάντα μετά των λοιπών. Ου γαρ αφήσω υμάς μεριμνήσαι περί αυτών. Περί των αψύχων πετει­νών των δι' ημάς κτισθέντων μεριμνά, και ημών αμελήσειεν; Ουδαμώς. Τω μεριμνώντι εις τα πνευματικά, ή περί τίνος εξ αυτών, τα σωματικά ευτρεπίζονται αυτώ χωρίς της περί αυτά μερίμνης προς την στενοχωρίαν αυτών και προς τον καιρόν, ο δε εν τοις σωματικοίς μεριμνών πέρα του δέοντος, ακουσίως εκπίπτει και του Θεού. Εάν δε ημείς σπουδάσωμεν μεριμνήσαι είς ταύτα, τα δια το όνομα του Κυρίου, αυτός μεριμνά και περί των αμφοτέρων, κατά το μέτρον του αγώνος ημών.
Όμως ημείς την πείραν του Θεού, μη εν τοις σωματικοίς ζητήσωμεν, αντί των έργων των ψυχών ημών, αλλά περί της ελπίδος των μελλόντων τρέψωμεν πάντα τα έργα ημών. Ό γαρ προσάπαξ εξ αγάπης της ψυχής εαυτού εκδούς εαυτόν είς αρετήν και επιθυμήσας την εργασίαν αυτής τελειώσαι, ου μεριμνά πάλιν περί των σωματικών, είτε είσίν, είτε και μη, περί ων πολλάκις παραχωρεί πειραθήναι εν τοις τοιούτοις τους ενα­ρέτους και εκ παντός τόπου αφίησιν εξυπνισθήναι κατ’ αυτών και πλήττει αυτούς εν τω σώματι αυτών, κατά τον Ιώβ, και εισφέρει αυτούς είς πτωχείαν και είς αποστασίαν της ανθρωπότητος, και πλήττει αυτούς είς άπερ κέκτηνται, μόνον δε ταίς ψυχαίς αυτών ου προσεγγίζει βλάβη.
Ου δυνατόν γαρ, εν τη οδώ της δικαιοσύνης όταν οδεύωμεν, μη απαντήσαι ημίν στυγνότητα, και το σώμα εν νόσοις μη κάμνειν και πόνοις, και αναλλοίωτον μένειν, είπερ εν τη αρετή ζην αγαπήσομεν. Άνθρωπος δε διάγων εν τω εαυτού θελήματι, εν φθονώ ή εν αφανισμώ της ψυχής αυτού ή εν τινι άλλω των βλαπτόντων αυτόν, κατάκρισιν έχει. Εάν δε, ότε πορευθείη εν τη οδώ της δικαιοσύνης και ποιείται την πορείαν αυτού προς τον Θεόν, πολλούς τε τους ομοίους αύτω κέκτηται και απαντήση τι των τοιούτων, ου πρέπει αύτω εκκλίναι εξ αυτής, αλλά μετά χαράς υποδέξασθαι δει ανεξετάστως και ευχαριστήσαι τω Θεώ, ότι έπεμψεν αύτω την χάριν ταύτην, και ηξιώθη δι' αυτόν είς πειρασμόν εμπεσείν και κοινωνός γενέ­σθαι των παθημάτων των Προφητών τε και Αποστόλων και των λοιπών Αγίων, των όπερ της οδού ταύτης υπομεινάντων τάς θλίψεις, είτε εξ ανθρώπων έλθωσιν, είτ' εκ δαιμόνων, ειτ' εκ του σώματος. Χωρίς γαρ νεύματος Θεού ελθείν ταύτα και παραχωρηθήναι ουκ ενδέχεται, ίνα γενηται αύτω αφορμή είς δικαιοσύνην.
Ού δυνατόν γαρ άλλως πως ποιήσαι τον Θεόν ευεργετηθήναι τον επιθυμήσαντα είναι προς αυτόν, ή ενέγκαι αυτώ πειρασμούς υπέρ της αληθείας, δια το μη δύνασθαι τούτον ποι­ήσαι εαυτόν αξιωθήναι της μεγαλωσύνης ταύτης, αντί των θείων τούτων εισελθείν είς πειρασμούς και χαρήναι χωρίς χα­ρίσματος παρά του Χριστού. Μαρτυρεί δε τούτο ο άγιος Παύ­λος. Τοσούτον γαρ τούτο το πράγμα μέγα εστίν, ως φανερώς καλείν αυτό χάρισμα, το παρασκευάζεσθαι τίνα υπέρ της είς Θεόν ελπίδος παθείν. Λέγει γάρ «τούτο εκ του Θεού εδόθη ημίν, το, ου μόνον είς Χριστόν πιστεύειν, αλλά και το, υπέρ αυτού πάσχειν». Και ώσπερ ο άγιος Πέτρος έγραψεν εν τη εαυτού επιστολή, ότι «όταν πάσχητε υπέρ της δικαιοσύνης, μακάριοι έστε, ότι κοινωνοί των παθημάτων του Χριστού γεγόνατε». Λοιπόν ούχ όταν γένη εν πλατυσμώ χαίρειν σε δέον, επί δε ταίς θλίψεσι τω προσώπω επιστυγνάζειν και ως αλλοτρίας της οδού του Θεού ταύτας λογίζεσθαι. Εξ αιώνος γαρ και από γε­νεών εν σταυρώ και θανάτω πατείται η τρίβος αυτού. Πόθεν δε σοι τούτο; Ίνα μάθηση, ως έξωθεν της οδού του Θεού ει και εξ αυτής λείπη* ουχί κατ' ίχνος των αγίων εθέλεις οδεύσαι ή άλλην οδόν ιδίαν εαυτώ βούλει σκευάσαι και απαθώς διατρίψαι εν αυτή.
Η οδός του Θεού σταυρός καθημερινός εστίν. Ουδείς γαρ εν τω ουρανώ ανήλθε μετά ανέσεως. Την γαρ ταύτης οδόν γινώσκομεν όποι και καταλύει. Τον εν όλη καρδία εκδύντα εαυτόν τω Θεώ, ουδέποτε βούλεται ό Θεός αμέριμνον είναι.Τούτο δε μεριμνάν υπέρ της αληθείας. Αλλά και εκ τούτου γινώσκεται, ότι εκ του Θεού προνοείται, όταν πέμψη αύτω αεί λύπας.
Οι εν πειρασμοίς διάγοντες, ουδέποτε παραχωρούνται υπό της προνοίας ελθείν εις τας χείρας των δαιμόνων. Μάλι­στα εάν τους πόδας καταφιλώσι των αδελφών και σκεπάζωσι τας αιτίας αυτών και κρύπτωσιν αυτάς, ως τας εαυτών. Ο θέλων εν τω κόσμω τούτω είναι αμέριμνος και τούτο επιθυμών και τη αρετή διατρίβειν επιποθών, ούτος κενός εστίν εκ ταύτης της οδού. Οι δίκαιοι γαρ ου μόνον τω εαυτών θελήματι αγωνί­ζονται εν τοις αγαθοίς έργοις, αλλά και υπό των πειρασμών ακουσίως εν μεγάλω αγώνι τυγχάνουσι, πείρας ένεκεν της υπομονής αυτών. Ψυχή γαρ η κατέχουσα τον φόβον του Θεού, ου φοβείται εκ τίνος βλάπτοντος αυτήν σωματικώς. Ότι εν αυτώ ελπίζει από του νυν, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΛΟΓΟΣ Ε': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΝΕΣΘΑΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΘΟΛΟΥΝΤΩΝ ΤΟΝ ΝΟΥΝ

Πολλήν ό Θεός δέδωκε τοις άνθρώποις την τιμήν τη διπλή μαθήσει, δι' ης αυτοίς εχαρίσατο, και πανταχόθεν αυτοίς ήνοιξε θύραν κεκλεισμένην, του εισελθείν εις την σωτηριώδη επίγνωσιν. Θέλεις δε μάρτυρα πιστόν των ειρημένων; Σύ εις εαυτόν γενού, και ου μη απόλλη. Ει δε και έξωθεν βούλει τούτο γνώναι, έχεις άλλον διδάσκαλον και μάρτυρα οδηγούντα σε απλανώς προς την οδόν της αληθείας.
Νους εμπεφυρμένος ου δύναται φυγείν την λήθην, και η σοφία την εαυτής θύραν τω τοιούτω ουκ ανοίγει. Ο δυνη­θείς καταλαβείν εν ακριβεί γνώσει προς ποίαν ισότητα το πέ­ρας των πάντων περαιούται, προς αποταγήν των βιωτικών άλλου διδασκάλου ου δέεται. Ο υπό Θεού δοθείς εν πρώτοις φυ­σικός νόμος τω ανθρώπω η θεωρία εστί των κτισμάτων αυτού, ο δε δια γραμμάτων νόμος μετά την παράβασιν προστεθείται.
Ο μη μακρύνων εαυτόν των αιτίων των παθών εκουσίως, ακουσίως υπό της αμαρτίας ανθέλκεται. Ταύτα δε είσι τα αίτια της αμαρτίας. Ο οίνος και αι γυναίκες και ο πλούτος και η ευεξία του σώματος. Ούχ ότι φυσικώς αμαρτίαι είσι ταύτα, αλλ΄ ότι η φύσις εξ αυτών ευκόλως κλίνει προς τα πάθη της αμαρτίας, και δια τούτο εκ τούτων οφείλει ο άνθρωπος παραφυλάττεσθαι σπουδαίως. Εάν διαπαντός της σης ασθενείας μνημονεύης, ου μη διαβης τον όρον της παραφυλακής. Παρά μεν ανθρώποις βδελυκτή η πενία, παρά δε Θεώ πολύ πλέον ψυχή υψηλοκάρδιος και νους μετέωρος παρά μεν ανθρώποις τίμιος ο πλούτος, παρά δε τω Θεώ ψυχή τεταπεινωμένη.
Όταν θέλης αρχήν ποιήσασθαι καλής εργασίας, πρώτον ετοίμασον σεαυτόν προς τους πειρασμούς τους επαγόμε­νους σοι και μη διστάσης τη αληθεία. Έθος γαρ εστί τω εχθρώ, όταν ίδη τινά μετά θερμής πίστεως αρξάμενον αγαθής πολιτείας, προσυπαντάν αυτώ ποικίλοις και φοβεροίς πειρασμοίς, ίνα, εντεύθεν εις φόβον ελθών, ψυγήσοιτο της καλής προαιρέσεως και ουδαμώς έξοι θέρμην προσεγγίσαι τη θεαρέστω εργασία. Ούχ ότι δε τοιαύτην έχει δύναμιν ο αντικείμε­νος (επεί ουκ αν τις εδύνατο ποτέ ποιείν το αγαθόν), συγχωρείται δ' όμως υπό του Θεού, ως επί του δικαίου Ιώβ μεμαθήκαμεν. Συ ούν ετοίμασον σεαυτόν ανδρείως απαντήσαι τοις πειρασμοίς τοις επαγομένοις ταις αρεταίς, και τότε της εργασίας τού­των άρξαι. Εί γαρ μη προευτρεπίσθης προς την των πειρα­σμών απάντησιν, της των αρετών εργασίας απόσχου.
Άνθρωπος διστάζων βοηθόν είναι της καλής εργασίας Θεόν, ούτος υπό της ιδίας σκιάς εκφοβείται, και εν τω καιρώ της ευθηνείας και της πλησμονής εκπεινός εστί, και εν τη οικεία γαλήνη ζάλης πληρούται. Ο δε πεποιθώς επί τω Θεώ, στερεούται την καρδίαν και επί πάντας ανθρώπους φανείται αυτού το τίμιον και ο έπαινος αυτού ενώπιον των εχθρών αυτού.
Αι του Θεού εντολαί υπέρ πάντας τους θησαυρούς του κό­σμου, και ο ταύτας κτησάμενος εντός αυτού ευρίσκει τον Θεόν. Ο αεί κοιταζόμενος εν φροντίδι του Θεού, τούτον ταμειούχον εκτήσατο, και ο επιθυμών αυτού τα θελήματα, τους επουρανίους Αγγέλους έξει οδηγούς. Ο φοβούμενος τάς αμαρ­τίας, απροσκόπως διαπεράσει την περίφοβον πορείαν και εν καιρώ σκοτώδει έμπροσθεν και ένδοθεν αυτού φως ευρίσκει. Του φοβουμένου τάς αμαρτίας ο Κύριος διαφυλάσσει τα διαβή­ματα, και εν καιρώ ολισθήματος προφθάσαι αυτόν το του Θεού έλεος. Ο λογιζόμενος τα πλημμελήματα αυτού μικρά είναι, πί­πτει εις χείρονα των πρώτων, και επταπλασίως αποτίσει την δίκην.
Σπείραι την ελεημοσύνην εν ταπεινώσει, και θερίσεις έλεον εν τη κρίσει. Εν οίς απώλεσας το αγαθόν, εν αυτοίς πάλιν κτήσαι αυτό. Οβολόν χρεωστείς τω Θεώ; Ου δέχεται εκ σου άντ' αυτού μαργαρίτην. Οίον, την σωφροσύνην απώλεσας; Ου δέχεται εκ σου ελεημοσύνην ο Θεός, σου επιμένοντος τη πορνεία. Διότι τον αγιασμόν του σώματος θέλει από σου. Επεί παρέβης την εντολήν, μη δοκών την κτήσιν καταλελοιπέναι του κόσμου, υπέρ άλλων πολεμήσεις; Το φυτόν κατέλιπες, και άλ­λοις ήλθες πολεμείν;
Είπεν ο άγιος Εφραίμ, ότι εν καιρώ θέρους, ουκ εν τοις ιματίοις του χειμώνας τω καύσωνι ανταγωνίζη. Ούτως έκαστος ο σπείρει, τούτο και θερίσει, και παν αρρώστημα τοις οικείοις φαρμάκοις θεραπεύεται. Και συ τυχόν υπό του φθόνου νικώμενος, τι τω ύπνω πολεμήσαι σπουδάζεις; Εν όσω μικρόν και ανθηρόν το παράπτωμα, εκτίλον αυτό, πριν πλατυνθή και περκάση. Μη αμελήσης, όταν μικρόν σοι φαίνηται το ελάττωμα επεί ύστερον ευρήσεις αυτό δεσπότην απάνθρωπον και ως παις δέσμιος Έμπροσθεν αυτού δραμη. Ο δε εξ αρχής κατά του πάθους ανταγωνιζόμενος, ταχέως αυτού κατακυριεύσει.
Ο δυνάμενος υπενεγκείν την αδικίαν μετά χαράς, καιτοι υπό χείρα έχων το αποκρούσασθαι, ούτος θεόθεν την πα­ράκληση εδέξατο δια της εις αυτόν πίστεως. Και ο μετά ταπεινοφροσύνης τάς κατ’ αυτού κατηγορίας υπομένων, ούτος προς την τελείωσιν κατήντησε και υπό αγίων Αγγέλων θαυμάζεται. Ουδεμία γαρ άλλη τοιαύτη αρετή μεγάλη και δυσκατόρθωτος.
Μη πιστεύσης σεαυτώ, ότι δυνατός ει, έως αν πειρασθής και εύρης σεαυτόν αναλλοίωτον. Ούτω και εν πασι δοκίμασον σεαυτόν. Κτήσαι πίστιν ορθήν εν σεαυτω, όπως κατα­πατήση τους εχθρούς σου, και έχε τον νουν σου αμετέωρον και μη θαρρήσης τη ση δυνάμει, ίνα μη παραχωρηθής εις την της φύσεως ασθένειαν. Μηδέ τη ση γνώσει πιστεύσης, ίνα μη, μεσιτεύσας ο εχθρός τη εαυτώ πανουργία, παγίδευση σε. Έχε την γλώσσαν πραείαν, και ου μη σοι παντελώς ατιμία προσυπαντήση. Κτήσαι γλυκέα τα χείλη, και πάντας φίλους έξεις. Μη καυχήση ποτέ εν γλώσση σου εν τοις έργοις σου, ίνα μη καταισχυνθής. Έκαστον γαρ πράγμα, εις ο καυχάται ο άνθρωπος, εν τούτω παραχωρεί αυτώ ο Θεός αλλοιωθήναι, ίνα ταπεινωθή και μάθη την ταπείνωσιν. Δια τούτο δει σε πάντα τη του Θεού προγνώσει παραχωρείν και μη πιστεύειν, ότι εστί τι εν τώδε τω βίω αναλλοίωτον.
Ούτω δε γενόμενος, διαπαντός το σον όμμα προς τον Θεόν ανάτεινε ότι η σκέπη του Θεού και η πρόνοια κύκλοι έπι πάντας ανθρώπους. Ούχ οράται δε, ει μη υπό των καθαρισάντων εαυτούς από της αμαρτίας και εν τω Θεώ και μόνω εχόντων την μελέτην αυτών διηνεκώς. Εξαιρέτως δε φανερούται τούτοις η πρόνοια του Θεού, όταν εισέλθωσιν εις πειρασμόν μέγαν υπέρ του Θεού. Τότε γαρ ταύτης αισθάνονται, ωσανεί τοις σωματικοίς οφθαλμοίς ορώντες αυτήν, έκαστος κατά την αναλογίαν και αιτίαν του συμβαίνοντος πειρασμού, όπως προς ανδρείαν τους αγωνιστάς αλείψη, ως επί του Ιακώβ και Ιησού του Ναυή και των τριών Παίδων και Πέτρου και των λοιπών αγίων, οις εν ανθρωπίνω σχήματι τινι εφαίνετο, θαρσοποιούσα και στηρίζουσα προς την ευσέβειαν.
Ει δε λέγεις ταύτα τοις άγίοις οικονομικώς δεδόσθαι παρά του Θεού, και ιδίως των τοιούτων οπτασιών ηξιούντο, εστωσάν σοι προς ανδρείας υποδείγματα οι άγιοι μάρτυρες, οίτινες πολλάκις μεν πολλοί, ενίοτε δε εις καθείς, και εν πολλοίς τόποις και διαφόροις, δια Χριστόν ηγωνίσαντο και τη εν αυτοίς εληλυθυία δυνάμει ανδρείως υπέμειναν πηλίνοις σώμασι τάς ζέσεις του σιδήρου και τάς παντοδαπάς κολάσεις, πράγματα υπέρ φύσιν. Τοις τοιούτοις γαρ φανερώς εφαίνοντο οι άγιοι Άγγελοι, ίνα μάθη έκαστος, ότι δαψιλώς η θεία πρόνοια επ' εκείνους πρόεισι, τους κατά πάντα τρόπον και πάντα πειρασμόν και πάσαν θλίψιν δι' αυτόν υπομένοντας, προς επίδειξιν της αυ­τών ανδραγαθίας και αισχύνην των εχθρών αυτών. Και γαρ όσον οι άγιοι ταίς τοιαύταις οπτασίαις ηνδρίζοντο, τοσούτον οι υπεναντίοι τη αυτών καρτερία εθυμομάχουν και εμαίνοντο.
Και τίγρη λέγειν περί τε ασκητών, των του κόσμου ξένων και αναχωρητών, οίτινες την έρημον επόλισαν, και Αγ­γέλων εποίησαν σκήνωμα καταγώγιον, προς ους αεί εφοίτων, δια την της πολιτείας αυτών κατάστασιν και ως ενός Δεσπότου υπασπισταί κατά καιρόν αλλήλοις ως συνασπισταί συνεγίνοντο; Οίτινες πάσας τάς ημέρας της ζωής αυτών την ερημίαν ησπάζοντο, και εν όρεσι και σπηλαίοις και ταίς οπαίς της γης την κατοίκησιν είχον, δια την προς τον Θεόν αγάπην. Και κα­θώς τα γήινα καταλιπόντες, τα ουράνια ηγάπησαν και Αγγέλων μιμηταί γεγόνασι, κατά τούτο δικαίως και αυτοί οι άγιοι Άγγε­λοι την αυτών θέαν ουκ απέκρυψαν εξ αυτών και την τούτων θέλησιν επλήρουν πάσαν.
Αλλά και κατά καιρούς αυτοίς εφαίνοντο, το όπως χρή αυτούς πολιτεύεσθαι διδάσκοντες. Και ποτέ μεν απορούμενα τινά αυτοίς εσαφήνιζον, ποτέ δε οι άγιοι τούτους επηρώτωντο δέον. Και ποτέ μεν καθ’ οδόν πλανωμένους τούτους ωδήγουν, ποτέ δε πειρασμοίς περιπεσόντας ελυτρούντο. Και ποτέ μεν, αιφνιδίου συμπτώματος και κινδύνου επερχομένου, εκ μέσου τούτους διήρπαζον, ως εξ όφεως ή πέτρας ή σχίδακος ή λίθου βολής, ποτέ δε, φανερώς του εχθρού πολεμούντος τοις αγίοις, οφθαλμοφανώς εδείκνυντο και προς βοήθειαν αυτών απεστάλθαι έλεγον και θάρσος και ευτολμίαν και παραψυχήν αυτοίς ενεποίουν. Και άλλοτε μεν ιάσεις δι' αυτών επετέλουν, ενίοτε δε αυτούς τους αγίους πάθεσι τισιν εμπεσόντας ίωντο. Και ποτέ μεν, τα σώματα αυτών ασιτεία καταπεσόντα, αφή χει­ρός ή λόγοις υπέρ φύσιν ενεδυνάμουν και ενίσχυον, ποτέ δε τροφήν αυτοίς προσεκόμιζον, άρτους, εσθ' ότε και θερμούς και άλλα τινά προσφάγια. Και τισί μεν αυτών την μετάστασιν προεδήλουν, τισι δε και τον τρόπον της μεταστάσεως.
Και τι δει πολλά καταριθμείν, τα την προς ημάς των αγίων Αγγέλων αγάπην παριστώντα και την εις τους δικαίουςάπασαν επιμέλειαν; και γαρ ως τίνες αδελφοί των μικρότερωνμείζονες, ούτως ημών προνοούνται. Είρηται δε ταύτα, ίνα πάς τις μάθη, «Ότι εγγύς Κύριος πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αληθεία», και όσην πρόνοιαν ποιείται είς τους εκδεδωκότας εαυτούς τη αυτού ευαρεστήσει και ολοκαρδίως αύτω ακολουθούντας.
Εάν πιστεύσης, ότι ο Θεός πρόνοιαν σου ποιήται, τι μεριμνάς και φροντίζεις περί πρόσκαιρων και των της σαρ­κός σου χρειών; Ει δε ου πιστεύεις, ότι πρόνοιαν σου ποιείται ο Θεός, και δια τούτο φροντίζεις εκτός αυτού τα περί της χρείας σου, ταλαιπωρότερος ει πάντων ανθρώπων. Και ίνα τί και ζής η και ζήση; «Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυ­τός σε διαθρέψει», και «ου μη πτοηθής πτόησιν επερχομένην σοι».
Ο καθάπαξ εαυτόν αφιερώσας τω Θεώ, εν αναπαύσει νοός διάγει. Εκτός ακτημοσύνης ου δύναται η ψυχή ελευθερωθήναι εκ της ταραχής των λογισμών, και εκτός της ησυχίαςτων αισθήσεων, της ειρήνης της διανοίας ουκ αισθηθήσεται.
Εκτός του εισελθείν είς πειρασμούς, την σοφίαν του Πνεύμα­τος ου μη τις κτήσηται και εκτός επιπόνου αναγνώσεως, την λεπτότητα των λογισμών ου γνώσεται και εκτός γαλήνης των λογισμών, ο νους εν αποκρύφοις μυστηρίοις ου κινηθήσεται και εκτός της δια πίστεως πεποιθήσεως, ου δύναται η ψυχή μετά θάρσους κατατολμήσαι των πειρασμών και εκτός δε πεί­ρας της σκέπης του Θεού εναργούς, ελπίσαι η καρδία επ' αυτόν ου δύναται και εκτός του γεύσασθαι την ψυχήν των παθημάτων του Χριστού εν γνώσει, κοινωνίαν μετ' αυτού ου μη σχή.
Τούτον άνθρωπον του Θεού λογίζου είναι, τον δια πολλήν ευσπλαγχνίαν εαυτόν θανατώσαντα της αναγκαίας χρεί­ας. Ο γαρ ελεών πτωχόν, τον Θεόν έχει μεριμνώντα περί αυ­τού, και ο δι' αυτόν πτωχεύων, εύρε θησαυρούς ανελλιπείς.
Ο Θεός ου χρήζει τινός, ευφραίνεται δε όταν ίδη τινά αναπαύοντα την εικόνα αυτού και τιμώντα αυτήν δι' αυτόν.Όταν τις αιτήσηται εκ σου όπερ έχεις, μη είπης εν τη καρδίασου, ότι εάσω τούτο τη ψυχή μου, ίνα αναπαύσωμαι εν αυτώ, και ο Θεός μέλλει αυτώ χορηγήσαι αλλαχόθεν την χρείαν αύτου. Αδίκων γαρ εστί τα ρήματα ταύτα και μη γινωσκόντων τον Θεόν. Δίκαιος και χρηστός άνθρωπος την εαυτού τιμήν ου δίδωσιν άλλω, ουδέ τον της χάριτος καιρόν απράκτως συγχω­ρήσει παρελθείν. Ο μεν πτωχός και επιδεής άνθρωπος χορηγείται υπό Θεού, συ δε απεστράφης την εκ Θεού τιμήν σου και εμάκρυνας την χάριν αυτού από σου, στρέψας τον πένητα. Όταν ούν δώς, ευφραίνου και ειπέ Δόξα σοι ο Θεός, ότι ηξίωσας με ευρείν τίνα αναπαύσαι. Ει δε ουκ έχεις ο δώσεις, μάλλον χάρηθι και ειπέ ευχαριστών τω Θεώ'
Ευχαριστώ σοι ο Θεός μου, ότι έδωκας μοι ταύτην την χάριν και την τιμήν, του πτωχεύσαι υπέρ του ονό­ματος σου, και ηξίωσας με γεύσασθαι της θλίψεως της εν τη οδώ των εντολών σου τεθείσης, εν τε αρρω­στία και πτωχεία, καθώς εγεύσαντο οι άγιοι σου, οι περιπατήσαντες εν τη οδώ ταύτη.
Και όταν ασθενής, ειπέ
Μακάριος ο αξιωθείς υπό του Θεού πειρασθήναι εν οίς κληρονομούμεν την ζωήν. Τάς γαρ αρρωστίας δια την υγείαν της ψυχής επάγει ο Θεός. Είπε γαρ τις των αγίων
Τούτο εσημειωσάμην, ότι μοναχός μη θεαρέστως δουλεύων τω Κυρίω και μη σπουδαίως αγωνιζόμενος εις την σωτηρίαν της εαυτού ψυχής, αλλ' αμελώς περί την άσκησιν των αρετών διακείμενος, πάντως παραχωρείται υπό του Θεού πειρασμοίς περιπεσείν, ίνα μη αργήση και εκ της πολλής αργίας αυτού νεύση επί τα χείρονα.
Δια τούτο γούν επιρρίπτει ο Θεός πειρασμούς έπι τους ράθυ­μους και αμελείς, ίνα εν τούτοις μελετώσι και μη εν τοις ματαίοις ποιεί δε τούτο ο Θεός αεί εν τοις αγαπώσιν αυτόν, ίνα παιδεύση και σοφίση και διδάξη αυτούς το θέλημα αυτού. Και όταν δεηθώσιν αυτού, ουκ εισακούει αυτών ταχέως, έως αν ατονήσωσι και μάθωσιν ασφαλώς, ότι εκ της αμελείας και ραθυμίας αυτών συμβέβηκεν αυτοίς ταύτα. Γέγραπται γαρ, «όταν εκτείνητε τάς χείρας υμών προς με, αποστρέψω τους οφθαλμούς μου αφ' υμών. Και εάν πληθύνητε την δέησιν, ουκ εισακούσομαι υμών». Και γαρ, ει και περί άλλων τούτο είρηται, άλλ' ουν περί των εγκαταλιμπανόντων την οδόν του Κυρίου γέγραπται.
Επειδή δε τον Θεόν πολυέλεον είναι φάσκομεν, τίνος ένεκεν εν τοις πειρασμοίς κρούοντες διηνεκώς και δεόμενοι,ουκ εισακουόμεθα, αλλά την ημών δέησιν παρορά; Ή πάντωςδιδασκόμεθα τούτο παρά του Προφήτου λέγοντος, «ου μικρά η χειρ Κυρίου του εξελέσθαι, ουδέ βαρήκοος εστί του ακούσαι, αλλ' αι αμαρτίαι ημών διεχώρισαν ημάς άπ' αυτού και αι ανομίαι ημών απέστρεψαν το πρόσωπον αυτού, του μη εισακούειν»; Μνημόνευε του Θεού εν παντι καιρώ, και μνημονεύει σου και αυτός, όταν εμπέσης εις κακά.
Η φύσις σου δεκτική των παθών γέγονε και του παρόντος κόσμου οι πειρασμοί πολλοί γεγόνασι, και ουκ απέχουσιναπό σου τα κακά, άλλ' ενδοθέν σου βρυουσί σοι και υποκάτωτων ποδών σου. Εκ του τόπου, εν ω έστηκας, μη εξέλθης, και όταν ο Θεός επινεύση, ελευθερωθήση τούτων. Και καθάπερ εγγίζουσιν αλλήλοις τα βλέφαρα, ούτω και οι πειρασμοί εγγύς των ανθρώπων είσί. Ταύτα δε ωκονόμησεν ό Θεός εν σοφία, δια την σήν ωφέλειαν, όπως επιμόνως κρούης την θύραν αυτού και τω φόβω των θλιβερών ενσπαρή η μνήμη αυτού εν τη ση διανοία και πλησιάσης αυτώ δια των εντεύξεων και αγιασθή σου η καρδία τη διηνεκεί αυτού μνήμη. Και δεομένου σου, εισακούσεται σου, και μαθήση, ότι ο Θεός εστίν ο εξαιρούμενος σε, και αισθηθήση του πλάσαντός σε και προνοούντος και φυλάττοντος και του δια σε διττόν κόσμον πεποιηκότος' ένα μεν ως διδάσκαλον και παιδευτήν πρόσκαιρον, έτερον δε ως πατρικόν δόμον και σήν κληρονομίαν αιώνιον.
Ουκ εποίησέ σε ο Θεός ανεπίδεκτον των λυπηρών, ίνα μη,της θεότητος εφιέμενος, κληρονομήσης όπερ και ο πρινεωσφόρος, ύστερον δε δια της επάρσεως Σατανάς γενόμενος,εκληρονόμησεν. Ομοίως δε ουδέ ακλινή και ακίνητόν σε εποίησεν, ίνα μη γένη ως η των αψύχων φύσις, και γένηταί σοι τα αγαθά ακερδή και άμισθα, ως τοις αλόγοις τα φυσικά πλεονε­κτήματα τα κτηνώδη. Οπόση γαρ ωφέλεια και ευχαριστία και ταπείνωσις εντίκτεται εκ της των σκολόπων τούτων επαγω­γής, πάσι ράδιόν εστί καταμαθείν.
Φανερόν ούν εστίν, ότι το αγωνίσασθαι εις τα αγαθά και εκκλίναι από των κακών, εν ημίν εστί. Και η τιμή και ηατιμία, αι εκ τούτων γινόμεναι, εις ημάς αναφέρονται. Τη μενγαρ ατιμία αισχυνόμενοι φοβούμεθα, τη δε τιμή την ευχαριστίαν τω Θεώ προσάγομεν και προς την αρετήν επεκτεινόμεθα. Τού­τους τους παιδαγωγούς σοι ο Θεός επλήθυνεν, ίνα μη, ελεύθε­ρος ων εξ αυτών και ανεπίδεκτος των θλιβερών και υπεράνω παντός φόβου, επιλάθη Κυρίου του Θεού σου και εκκλίνης απ' αυτού και εμπέσης εις πολυθεϊαν, καθώσπερ και άλλοι πολλοί, καίτοι ομοιοπαθείς σοι όντες και τοις τοιούτοις λυπηροίς μαστιζόμενοι, εν μια καιρού ροπή δια πρόσκαιρον και ευτελή εξουσίαν και ευεξίαν, ου μόνον εις πολυθείαν εξέπεσον, αλλά και εαυτούς αφρόνως θεομηνίσαι κατετόλμησαν.
Τούτου ούν χάριν εν τοις θλιβεροίς συνεχώρησέ σε είναι. Ενίοτε δε ίνα μη, εκκλίνας, παροργίσης αυτόν και τη επαγωγή της τιμωρίας εξολοθρεύση σε από προσώπου αυτού. Εώ γαρ λέγειν την ασέβειαν και τάς λοιπάς βλασφημίας τάς τικτομένας εκ της του βίου ευημερίας και αφοβίας, καν τα προειρημένα μη τολμήση τις ειπείν. Τούτον χάριν δια τε των παθών και των λυπηρών επλήθυνε την μνήμην αότού εν τη καρδία σου και τω φόβω των εναντίων εξύπνισε σε προς την της ευσπλαγχνίας αυτού πύλην, και δια της εκ τούτων απολυτρώσεως και αιτίας την προς αυτόν αγάπην σοι εγκατέσπειρε. Καταβαλών δε την αγάπην, τη της υιοθεσίας τιμή προσήγγισέ σε και την πλουσίαν αυτού χάριν, οπόση εστίν, επιδείκνυσί σοι. Πόθεν γαρ εγίνωσκες την τοιαύτην αυτού πρόνοιαν και κηδεμονίαν, εί μη σοι τα εναντία συνέβαινον; Διότι ως επί το πλείστον εκ τούτων δυνατόν πληθυνθήναι την αγάπην του Θεού εν τη ψυχή σου, του­τέστιν εκ της κατανοήσεως των αυτού χαρισμάτων και της μνήμης του πλήθους της προνοίας αυτού.
Ταύτα σοι πάντα τα αγαθά εκ των λυπηρών γεννώνται, ίνα μάθης ευχαριστείν. Λοιπόν μνημόνευε του Θεού, ίνα σου και αυτός πάντοτε μνημόνευση, και μνημονεύσας και διασώσας σε, λήψη παρ' αυτού πάντα μακαρισμόν. Μη έπιλάθου αυτού, μετεωριζόμενος εν τοις ματαίοις, ίνα μη σου έπιλάθηται εν τω καιρώ των πολέμων σου. Εν τη ση εύθηνίφ γενού αύτω υπή­κοος, ίνα εν ταίς θλίψεσι σχής προς αυτόν παρρησίαν, δια της καρδιακής και επιμόνου προς αυτόν εντεύξεως.
Καθάρισον σεαυτόν ενώπιον Κυρίου διαπαντός, έχων την μνήμην αυτού εν τη καρδία σου, ίνα μη, χρονίσας έξωθεν της μνήμης αυτού, απαρρησίαστος γένη όταν εισέλθης προς αυ­τόν διότι η παρρησία η προς τον Θεόν εκ της προς αυτόν συνεχούς ομιλίας γίνεται και της πολλής προσευχής. Η προς αν­θρώπους σχέσις και διαμονή δια του σώματος εστίν, η δε προς Θεόν σχέσις δια της ψυχικής μνήμης και της των δεήσεων προσοχής και ολοκαυτώσεως, εκ δε της πολλής διαμονής της αυτού μνήμης, προς έκπληξιν και θαύματα κατά καιρόν μετατίθεται «ευφρανθήσεται γαρ καρδία ζητούντων τον Κύριον».
Ζητήσατε τον Κύριον, ώ κατάδικοι, και κραταιώθητε τη ελπίδι, ζητήσατε το πρόσωπον αυτού δια μετανοίας, αγιασθήσεσθε τω αγιασμώ του προσώπου αυτού και των αμαρτιών υμών αποκαθαρισθήσεσθε. Δράμετε προς Κύριον, όσοι εν αμαρτίαις υπεύθυνοι, τον δυνάμενον συγχωρείν αμαρτή­ματα και παροράν πλημμελήματα μεθ' όρκου γαρ είρηκε δια του Προφήτου λέγων «ζω εγώ, λέγει Κύριος- ου βούλομαι τον θάνατον του αμαρτωλού, ως το επιστρέψαι και ζην αυτόν» και πάλιν «όλην την ημέραν διεπέτασα τάς χείρας μου προς λαόν απειθούντα και αντιλέγοντα». Και πάλιν «ίνα τι θανάτω αποθνήσκετε, οίκος Ισραήλ;» «επιστράφητε προς με, και επιστραφήσομαι προς υμάς» · και πάλιν «εν η αν ημέρα επιστραφή ο αμαρτωλός από της οδού αυτού και επιστρέψη προς Κύριον και ποίηση κρίμα και δικαιοσύνην, των ανομιών αυτού ου μη μνησθώ ζών δε ζήσεται, λέγει Κύριος, και ο δίκαιος, εάν εγκα­ταλείψη την δικαιοσύνην αυτού και αμαρτήσας αδικήση, της δι­καιοσύνης αυτού ου μη μνησθώ, άλλ' ολίσθημα θήσω ενώπιον αυτού και εν τω σκότει των έργων αυτού αποθανείται επιμείνας αυτοίς». Τίνος ένεκεν; Διότι ό αμαρτωλός ου σκελισθήσεται τη εαυτού αμαρτία η αν ημέρα επιστρέψη προς Κύριον. Και του δικαίου η δικαιοσύνη ου λυτρώσεται αυτόν, η αν ημέρα αμάρτη, ει γε επιμείνη τω τοιούτω αμαρτήματι.
Και τω Ιερεμία δε ούτως είρηκεν ο Θεός «ανάλαβε συ μεμβράνην και όσα αν σοι είπον γράψον από των ημε­ρών Ιωσίου του βασιλέως Ιούδα μέχρι της σήμερον πάντα τα κακά, όσα σοι είπον επάξαι τω λαώ τούτω, ίνα, ακούσας και φοβηθείς, καταλείψη άνθρωπος την οδόν αυτού την πονηράν και επιστραφέντες μετανοήσωσι και αφέλωμαι τάς αμαρτίας αυτών». Και η σοφία είπεν «ο κρύπτων την αμαρτίαν αυτού, ου χρησιμεύσει, ο δε ομολογών τάς εαυτού αμαρτίας και διαπεράσας αυτάς, ελέους τεύξεται παρά του Θεού». Και ο Ησαίας φησίν «εκζητήσατε τον Κύριον και ευρόντες, επικαλέσασθε αυτόν και προσεγγίσαντες, καταλειψάτω την ιδίαν οδόν ο αμαρτωλός και ο άδικος ανήρ τάς εαυτόν ενθυμήσεις, και επιστράφητε προς με, καγώ ελεήσω υμάς αι γαρ ενθυμήσεις μου ου κατά τάς υμετέρας ενθυμήσεις, ουδέ αι οδοί μου κατά τάς υμετέρας οδούς. Εάν ούν ακούσητε μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε. Δεύτε προς με και υπακούσατε μου, και ζήσεσθε τη ψυχή υμών». Όταν φυλάξης τάς οδούς Κυρίου και ποιήσης τα θελήματα αυτού, τότε έλπισον επί Κύριον και επικάλεσαι αυ­τόν, και επιβοωμένου σου ερεί σοι, «ιδού πάρειμι».
Επελθόντος τω αδίκω πειρασμού, ουκ έχει πεποίθησιν επικαλέσασθαι τον Θεόν, ουδέ προσδοκήσαι την εξ αυ­τού σωτηρίαν. Διότι εν ημέραις αναπαύσεως αυτού εμακρύνθη από του θελήματος του Θεού. Πριν του πολέμου άρξη, επιζήτησον την συμμαχίαν, και προ του αρρωστήσαι, αναζήτησον τον θεραπευτήν. Και πριν επέλθη σοι τα θλιβερά, πρόσευξαι, και εν τω καιρώ των λυπηρών ευρήσεις αυτόν και επακούσεταί σου.
Προ του σε ολισθήσαι, επικάλεσαι και δεήθητι, και προ του σε εύξασθαι, ετοίμασον τάς υποσχέσεις, τα εντεύθεν φημι εφόδια. Η κιβωτός του Νώε εν τω καιρώ της ειρήνης κατεσκευάσθη και προ εκατοστού έτους τα ξύλα αυτής εφυτεύετο, εν δε τω καιρώ της οργής, οι μεν άδικοι απώλοντο, τω δε δικαίω σκέπη εγένετο.
Στόμα άδικον δια προσευχής εμφράττεται. Η γαρ κατάγνωσις της συνειδήσεως απαρρησίαστον ποιεί τον άνθρωπον. Καρδία αγαθή καταφέρει δάκρυα μετά χαράς εν τη προσευχή. Οις ο κόσμος νενέκρωται, ούτοι τάς επηρείας μετά χαράς υπομένουσιν. Οίς δε ζή ο κόσμος, ούτοι ου δύνανται αδικίαν υπομείναι, αλλ' η υπό της κενοδοξίας νικώμενοι οργίζον­ται και ταράττονται αλόγως κινούμενοι ή υπό της λύπης αλίσκονται. Ω, πώς δυσκατόρθωτος εστίν η τοιαύτη αρετή και πόσην δόξαν κέκτηται παρά τω Θεώ! Ο θέλων την αρετήν ταύτην κατορθώσαι, ήγουν το αδικείσθαι και μακροθυμείν, χρήζει μακρυνθήναι των ιδίων αυτού και ξενητεύσαί διότι ου δύναται αυτήν εν τη ιδία πατρίδι κατορθώσαι. Των γαρ μεγά­λων και δυνατών εστίν υπομείναι της αρετής ταύτης την αλγηδόνα, μέσον των ιδίων όντων, και οις ο κόσμος ούτος τέθνηκε, πάσης της παρούσης παρακλήσεως απελπίσασιν.
Ώσπερ ή χάρις πλησιάζει τη ταπεινοφροσύνη, ούτω και τηυπερηφανία οδυνηροί συμβάσεις. Οφθαλμοί Κυρίου επί τους ταπεινόφρονας του ευφράναι αυτούς, πρόσωπον δε Κυρίουκατ' ενώπιον υπερηφάνων, του ταπεινώσαι αυτούς. Η ταπείνωσις δια παντός δέχεται παρά Θεού το έλεος, τη δε σκληροκαρδία και ολιγοπιστία συναντήματα φοβερά προσυπαντώσι. Σμίκρυνον σεαυτόν εν πασι προς πάντας ανθρώπους, και υψωθήση επάνω των αρχόντων του αιώνος τούτου. Προκατάλαβε πάντας δια του σου ασπασμού και της προσκυνήσεως, και τιμηθήση υπέρ τους δωροφορούντας χρυσίον σουφείρ.
Εξευτέλισον σευατόν, και όψει την δόξαν του Θεού ενσευατώ. Όπου γαρ βλαστάνει η ταπείνωσις, εκεί η τουΘεού δόξα βρύει. Εάν φανερώς εξουδενωθήναι αγωνίση υπό πάντων ανθρώπων, ποιείν σε δοξασθήναι ό Θεός, εάν δε εν τη 5 καρδία σου, δείκνυσί σοι ο Θεός την δόξαν αυτού. Γενού ευκαταφρόνητος εν τη μεγαλωσύνη σου, και μη μέγας εν τη ελαχιστία σου.
Σπούδασον του καταφρονηθήναι, και της τιμής του Θεούεμπλησθήση. Μη ζήτησης τιμηθήναι, πεπληρωμένος ωνέσωθεν τραυμάτων. Ψέξον την τιμήν, ίνα τιμηθής, και μη αγαπήσης αυτήν, ίνα μη ατιμασθής. Ο τρέχων όπισθεν της τιμής, φεύγει από έμπροσθεν αυτού, και ο φεύγων αυτήν, καταδιώξεται αυτόν και κήρυξ γίνεται πάσιν ανθρώποις της ταπεινώσεως αυτού. Ει καταφρονείς σεαυτου, ίνα μη τιμηθής, ο Θεός δημο­σιεύσει σε, ει δε δια την αλήθειαν ψέξεις σεαυτόν, επιτρέπει ο Θεός πάσι τοις κτίσμασιν αυτού επαινέσαι σε, και ανοίξουσιν έμπροσθεν σου την θύραν της δόξης του πλαστουργού σου και επαινέσουσί σε. Διότι συ εν αληθεία κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν αυτού υπάρχεις.
Άνθρωπον ταίς μεν αρεταίς διαλάμποντα, τοις δε ανθρώποις ευτελή φαινόμενον, φωτεινόν μεν τω βίω, σοφόν δετη γνώσει, και ταπεινόν τω πνεύματι, τις τεθέαται; Μακάριος οταπεινών εαυτόν εν πασιν, ότι υψωθήσεται. Ο γαρ δια τον Θεόν ταπεινών εαυτόν εν πασιν και σμικρύνων, υπό του Θεού δοξάζεται και ο δια τον Θεόν πεινών και διψών, μεθύσει αυ­τόν ο Θεός των αγαθών αυτού. Και ο δια τον Θεόν γυμνητεύων, ενδύεται υπ' αυτού στολήν αφθαρσίας και δόξης, και ο δι' αυτόν πτωχεύων, τω αληθινώ αυτού πλούτω παρακαλείται.
Εξουδένωσον σεαυτόν δια τον Θεόν και, σου αγνοούντος, πληθυνθήσεταί σου η δόξα εν πάση τη ζωή σου. 'Εχε σεαυτόν αμαρτωλόν, ίνα δικαιωθής εν πάση τη ζωή σου. Γίνου ιδιώτης εν τη σοφία σου, και μη φανής σοφός, ιδιώτης ων. Και εάν τον αφελή και αμαθή η ταπείνωσις υψοί, πόσης οίει τιμής τοις μεγάλοις και τιμίοις πρόξενον γίνεσθαι;
Φεύγε την κενοδοξίαν, και δοξασθήση, και φοβήθητι τηνυπερηφανίαν, και μεγαλυνθήση. Ου τοις υιοίς των αν­θρώπων διεμηνύθη η κενοδοξία, ουδέ η υψηλοφροσύνη τω γέ­νει των γυναικών. Ει εκουσίως απετάξω πάσι τοις βίου πράγμασι, περί μηδανιμού πράγματος μηδαμώς μετά τίνος φιλονεικήσης. Εί την κενοδοξίαν εβδελύξω, φεύγε τους αγρεύοντας αυτήν. Φεύγε τους φιλοκτήμονας, ως και το κτάσθαι. Μάκρυ­ναν σεαυτόν από των σπαταλώντων, ως και από της σπατά­λης. Φεύγε τους ακόλαστους, ως και την ακολασίαν. Ει γαρ η ψιλή των είρημενων μνήμη ταράττει την διάνοιαν, πόσω μάλ­λον η θεωρία και η μετ' αυτών διαγωγή; Προσέγγισον τοις δικαίοις, και δι' αυτών τω Θεώ πλησιάσεις. Συναναστρέφου τοις έχουσι ταπείνωσιν, και μάθηση τους τρόπους αυτών. Εί γαρ η θεωρία των είρημενων ωφέλιμος, πόσω μάλλον η διδασκαλία του στόματος αυτών;
Αγάπησον τους πτωχούς, ίνα δι' αυτών και συ τεύξη του ελέους. Μη προσέγγισης τοις φιλονείκοις, ίνα μη αναγκασθής έξω γενέσθαι της σης γαλήνης. Μη αηδώς φέρε τάς δυσοσμίας των αρρώστων, και μάλιστα των πενήτων, επειδή και συ σώμα περίκεισαι. Μη επιπλήξης τους τεθλιμμένους τη καρδία, ίνα μη τη ράβδω αυτών μαστιχθής και ζητήσης παρακαλούντας, και ου μη εύρης. Μη εκφαυλίσης τους ηκρωτηριασμένους, ότι πάντες εις τον άδην ισοτίμως πορευσόμεθα. Αγάπησον τους αμαρτωλούς, μίσησον δε τα έργα αυτών, και μη καταφρόνησης αυτών δια τα ελαττώματα αυτών, μη ποτέ και συ πειρασθής εν οίς είσι. Μνήσθητι, ότι κοινωνός ει της γεηράς φύσεως, και πάσιν ευ ποιεί. Μη επίπληττε τους δεομένους της σης ευχής, και των μαλθακών λόγων τήςπαρακλήσεως μη απο­στέρει, ίνα μη απόλωνται και απαιτηθής τάς ψυχάς αυτών, άλλα μίμησαι τους ιατρούς, οίτινες τα θερμότερα πάθη ιώνται τοις ψυχροτέροις φαρμάκοις, και τα ψυχρότερα τοις εναντίοις.
Ανάγκασον σεαυτόν, όταν υπαντήσης τω πλησίον σου, ίνα τίμησης αυτόν υπέρ το μέτρον αυτού. Φίλησον δε τάς χεί­ρας αυτού και τους πόδας, και κράτησον αύτάς πολλάκις μετά πολλής τιμής και επίθες αυτάς επί τους οφθαλμούς σου και επαίνεσον αυτόν και εις άπερ ουκ έχει. Όταν δε χωρισθή από σου, λάλησον περί αυτού πάν αγαθόν, και ει τι τίμιον. Εν γαρ τούτοις και τοις τοιούτοις έλκεις αυτόν εις το αγαθόν και αναγ­κάζεις αυτόν αίσχύνεσθαι εκ της προσηγορίας, ης προσηγόρευσας αυτόν, και σπείρεις εις αυτόν σπέρματα αρετής. Εκ δε της τοιαύτης συνήθειας, ης σεαυτόν εθίζεις, τυπούται εν σοι τύπος αγαθός, και ταπείνωσιν πολλήν κτήση εν σεαυτω, και χωρίς κόπου κατορθοίς τα μεγάλα. Ου μόνον δε τούτο, άλλα και εάν έχη τινά ελαττώματα, τιμώμενος υπό σου, ευχερώς δέχεται παρά σου την θεραπείαν, αισχυνόμενος εκ της τιμής, ης εποίησας αυτώ.
Ούτος ο τρόπος έστω σοι αεί, το ευπροσήγορον και τιμητικόν είναι προς πάντας, και μη παροξύνης τινά ή ζηλώσης, μήτε δια πίστιν μήτε δια τα έργα αυτού τα κακά, αλλά φύλαττε σεαυτόν, του μη μέμψασθαι ή έλεγξαι τινά εν τινί έχομεν γαρ κριτήν απροσωπόληπτον εν ουρανοίς. Ει δε θέλεις επιστρέψαι αυτόν προς την αλήθειαν, λυπήθητι υπέρ αυτού και μετά δακρύων και αγάπης είπε αυτώ λόγον ένα ή δύο,και μη πυρωθής τω θυμώ κατ' αυτού, και όψεται εν σοι σημείον έχθρας. Η γαρ αγάπη ουκ οίδε θυμούσθαι ή παροξύνεσθαι ή μέμφεσθαι τίνα εμπαθώς. Ένδειξις της αγάπης και της γνώσεως εστίν η ταπεινωσις, ήτις τίκτεται από συνειδήσεως αγαθής.
Εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

ΛΟΓΟΣ ΣΤ': ΠΕΡΙ ΩΦΕΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ισχυρός εστίν αληθώς και δυσχερής και δύσκολος ο αγών γινόμενος εν τοις πράγμασι, και όσον εάν δύνηται ο άνθρωπος γενέσθαι αήττητος και ισχυρός, όταν πλησιάσωσιν αύτω αι των προσβολών αιτίαι, των πολέμων και των αγώνων, φόβος προσκολλάται αυτώ και ταχύς εις πτώσιν γίνεται, πολύ πλέον της απαντήσεως του φανερού πο­λέμου του διαβόλου. Διότι, όσον ου μακρύνεται ο άνθρωπος εξ ων η καρδία αυτού πτοείται, αεί γίνεται τω εχθρώ αυτού τόπος κατ' αυτού, και εάν μικρόν νυστάξη, ευχερώς απόλλυσιν αυτόν. Όταν γαρ η ψυχή κρατηθή εν ταίς βλαβεραίς απαντήσεσι του κόσμου, αύται αι απαντήσεις γίνονται αυτή σκόλοπες, και ωσανεί φυσικώς ηττάται, όταν αυταίς υπαντήση.
Και τοίνυν οι Πατέρες ημών οι αρχαίοι, οι πορευθέντες εν ταύταις ταίς τρίβοις, επισταμένοι ως ουκ εν παντι καιρώ ο νους έρρωται, ουδέ δύναται ίστασθαι εν τάξει μιά ακλινώς και τηρείν την εαυτού φρουράν, γίνεται δε εν καιρώ μη δύνασθαι κατιδείν εις τα βλάπτοντα αυτόν, διεσκέψαντο εν σοφία και ημφιάσαντο την ακτημοσύνην ως όπλον, την εκ πολλών αγώνων ελευθέραν υπάρχουσαν, καθώς γέγραπται, ίνα ούτω δια της ενδείας αυτού ο άνθρωπος εξειλήσαι δυνηθείη εκ πολ­λών παραπτωμάτων. Και απήλθον εις την έρημον, εν ή ουκ εστί πράγματα, άπερ εισίν αιτίαι των παθών, ίνα μηδέ όταν ώρα γένηται αυτούς ασθενήσαι, εύρωσι τάς αιτίας των πτώσε­ων, λέγω δη του θυμού και της επιθυμίας και της μνησικακίας και της δόξης, άλλ' ίνα ταύτα τε και τα λοιπά τούτων ελαφρά γένωνται, δια την έρημον εκείνην. Εν αυτή γαρ ωχύρωσαν εαυτούς και ετείχισαν, ως πύργω ακαταμαχήτω, και τότε ηδυνήθησαν έκαστος αυτών τελειώσαι τον εαυτού αγώνα εν ησυχία, όπου αι αισθήσεις ούχ εύρον βοήθειαν συγγενέσθαι τω αντιπαλαίοντι ημάς εν τη απαντήσει των βλαπτόντων. Κρείσσον γαρ ημίν θάνατος εν τω αγώνι, ή ζήσαι εν τω πτώματι.

ΛΟΓΟΣ Ζ΄: ΠΕΡΙ ΤΑΞΕΩΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΝΗΚΟΝΤΩΝ ΑΥΤΟΙΣ

Αύτη εστίν η τάξις η σώφρων και Θεώ προσφιλής, το μή περιβλέπειν τοις οφθαλμοίς ώδε κακείσε, αλλά πάντοτε τοις έμπροσθεν επεκτείνεσθαι και μη αργολογείν, αλλά τα μόνα αναγκαία λαλείν και ενδύμασι πενιχροίς αυταρκείσθαι προς την χρείαν του σώματος, και ούτω τοις βρώμασι τοις συνιστάνουσι το σώμα κεχρήσθαι και μη τη γαστριμαργία. Μεταλαμβάνειν από πάντων προς ολίγον και μη τα μεν εκφαυλίζειν, τα δε εκλέγεσθαι και εκ τούτων θέλειν εμπλήσαι την γαστέρα. Μείζων πάσης αρετής η διάκρισις. Οίνου δε, χωρίς ετέρων ή εκτός ασθενείας ή αδυναμίας, μη μεταλαμβάνης. Μη εκκόψης τον λόγον του λαλούντος και ως απαίδευτος αντιφθέγξη, αλλ’ ως σοφός πάγιος ίσο. Και όπου δ' αν ευρέθης, μικρότερον σεαυτόν λογίζου και υπηρέτην των αδελφών σου.
Μή γύμνωσης έμπροσθεν τινός τι των μελών σου, μη δε προσέγγισης σώματι τίνος, εκτός αναγκαίας αιτίας- μηδέ τω σώματι τω σώ τίνα προσεγγίσαι εάσης, χωρίς εύλογου, ως έφην, αιτίας. Έκκλινον από της παρρησίας, ως από θανάτου. Κτήσαι δε σώφρονα τάξιν τω ύπνω σου, ίνα μη απομακρυνθή από σου η δύναμις η περιφρουρούσα σε, όπου δ' αν κοιμηθής, εί δυνατόν μηδεις σε θεάσηται. Πτύελον έμπροσθεν τίνος μη ρί­ψης, εάν δε σοι βήξ επέλθη καθημένω, στρέψον σου το πρό­σωπον εις τουπίσω, και ούτω βήξον. Μετά σωφροσύνης φάγε και πίε, ως πρέπει τέκνοις Θεού.
Μή εκτείνης σήν χείρα του λαβείν τι άπ' έμπροσθεν των εταίρων σου άναιδώς. Εάν δε καθίση μετά σου ξένος, πρότρεψον αυτόν άπαξ και δις εις το φαγείν και ευτάκτως παράθες τη τραπέζη και μη τεταραγμένως. Ευτάκτως κάθισον και συνεσταλμένως, μη γυμνών τι των μελών σου. Όταν χασμάσαι, σκέπαζε σου το στόμα, του μη θεαθήναι, κρατήσαντος γαρ τάς αναπνοάς σου, παρελεύσεται. Εάν εισέλθης εις το κελλίον του σου επιστάτου ή φίλου ή μαθητού, παραφυλάττου τους σους οφθαλμούς, του μη ιδείν τι των όντων εκεί, εάν δε αναγκασθής υπό του λογισμού, πρόσχες, ίνα μη υπακούσης και ποίησης τούτο· ο γαρ εν τούτοις αναιδώς διακείμενος, ξένος εστί του μοναχικού σχήματος και του Χριστού, του τούτο το σχήμα χαρισαμένου ημίν. Μη πρόσχης τοις τόποις, εν οις κέκρυπται τα σκεύη του κελλίου του φίλου σου. Μετά γαλήνης άνοιξον σήν θύραν και κλείσον, και την του εταίρου σου. Μη αιφνιδίως προς τίνα εισέλθης, αλλά, κρούσας έξωθεν και προτραπείς, τότε είσελθε ευλαβώς.
Μη σπουδάσης εν τω σώ βαδίσματι, εκτός αναγκαίας χρείας κατεπειγούσης σε. Γενού τοις πασιν υπήκοος ενπαντι έργω αγαθώ, ίνα μη γένηται έργον διαβολικόν. Εν πραότητι πάσι διαλέγου και μετά σωφροσύνης προς πάντας ατένισον και μη εμπλήσης σους οφθαλμούς από προσώπου τινός. Πορευόμενος εν τη οδώ, μη προκαταλάβης τους μείζονάς σου, εάν δε προκαταληφθη ο εταίρος σου, μικρόν προλαβών, έκδεξαι τούτον. Ο γαρ μη ποιών ούτως, άφρων εστί και χοίρω μη έχοντι νόμον παραπλήσιος. Εάν λαλήση ο εταίρος σου τισιν απαντήσασιν, εκδέχου αυτόν και μη κατεπείγης τούτον. Ο υγι­ής λεγέτω τω ασθενούντι προ του καιρού, Ποιήσωμεν την χρείαν.
Μή έλέγξης τινά εν τινι παραπτώματι, αλλά σεαυτόν ήγου πασιν υπεύθυνον και του πταίσματος αίτιον. Πάν έρ­γον ευτελές ποιείν μετά ταπεινοφροσύνης μη απαναίνου μήτε μην παραιτού. Εάν δε παραβιασθής γελάσαι, μη απαναίνου, μη φανώσι σου οι οδόντες. Εάν δε αναγκασθής λαλήσαι γυναιξί, στρέψον σου το πρόσωπον εκ της θέας αυτών, και ούτως αυταίς διαλέγου. Από δε κανονικών απέχου, ως από πυρός και ως από παγίδος διαβόλου, εκ τε της απαντήσεως αυτών και συνομιλίας και θέας, ίνα μη ψυχρανθη η καρδία σου εκ της αγάπης του Θεού και χράνης σου την καρδίαν τω βορβόρω των παθών, καν ώσι σου αδελφαί κατά σάρκα, ως από ξένων σαυτόν παρατήρησαι. Εκ της μίξεως της μετά των ίδιων σου παραφυλάττου, ίνα μη ψυχρανθη ή καρδία σου εκ της αγάπης του Θεού. Τάς μετά νεωτέρων παρρησίας και συντυχίας φεύγε ως φιλίαν διαβόλου. Ένα έχε συνόμιλον και συμμύστην, τον φοβούμενον τον Θεόν και έαυτω προσέχοντα πάντοτε, πτωχόν μεν όντα εν τω κατασκηνώματι αυτού, πλούσιον δε εν τοις του Θεού μυστηρίοις.
Από παντός κρύψον τα σα μυστήρια και τάς σας πράξεις και τους σους πολέμους. Μη καθίσης άνευ επιρριπταρίου έμπροσθεν τίνος, εκτός ανάγκης μετά δε σωφροσύνης είς την αναγκαίαν χρείαν έξελθε, ως ευλαβούμενος τον διατηρουντά σε Άγγελον, και μετά φόβου Θεού διατέλεσον και ανάγκασον σευατόν έως θανάτου, καν η καρδία σου απαρέσκηται.
Κρείσσον σοι φαγείν ιόν θανάσιμον ή μετά γυναικός εσθίειν, καν γένηταί σου μήτηρ ή αδελφή. Κρείσσόν σοι συνοικήσαι δράκοντι ή συγκαθεύδειν νεωτέρω και συσκεπασθήναι, καν γένηταί σου αδελφός κατά σάρκα. Εάν είπη σοι πορευομένω εν όδω τις σου μείζων, "Έρχου ίνα ψάλωμεν', μη παράκουσης αυτού. Εάν δε μη είπη, τη μεν γλώττη σιώπησον, τη δε ση καρδία τον Θεόν δοξολόγησον. Μη αντιστής τινι περί τίνος μήτε μαχεσθής μήτε ψεύση μήτε ομνύης επί τω ονόματι Κυρίου του Θεού σου. Καταφρονήθητι, και μη καταφρόνησης. Αδικήθητι, και μη αδικήσης. Κρείσσον διαφθαρήναι τα σωμα­τικά μετά του σώματος, ή ζημιωθήναι τι των της ψυχής. Εν κρίσει μετά τίνος μη εισέλθης, άλλ' υπόμεινον κατακριθείς, ακατάκριτος ων. Μη αγαπήσης τη ση ψυχή τι των κοσμικών, άλλ' υποτάγηθι τοις ηγεμόσι και άρχουσι, και της μετ' αυτών μίξεως απέχου. Αύτη γαρ παγίς εστί, παγιδεύουσα τους αμελεστέρους εις απώλειαν.
Ω γαστρίμαργε, ο την ιδίαν ζητών θεραπεύσαι γαστέρα, κρείσσον σοι βαλείν εν τη ση κοιλία άνθρακα πυρός, ή τα τηγανίσματα των ηγουμένων και αρχόντων. Επίχεε σου έπι πάντας το έλεος και γενου συνεσταλμένος από πάντων. Εκ της πολυλογίας σαυτόν παρατήρησον αύτη γαρ σβέννυσι εκ της καρδίας τας νοεράς κινήσεις τας εκ Θεού φυομένας. Φεύγε του δογματίσαι ως από λέοντος ατάκτου μήτε μην μετά των τροφί­μων της εκκλησίας είς τούτο συνεισέλθης μήτε μετά των αλλό­τριων. Και είς τας πλατείας των αργίλων ή μαχίμων μη περάσης, ίνα μη εμπλησθή σου η καρδία θυμού και κατακυρίευση της ψυχής σου το της πλάνης σκότος. Υπερηφάνω μη συνοί­κησης, ίνα μη του αγίου Πνεύματος η ενέργεια αρθή από της ψυχής σου και γένηται οικητήριον παντός πονηρού πάθους.
Ταύτας τάς παραφυλακάς εάν φύλαξης, ώ άνθρωπε, και ασχολήσης σεαυτόν διαπαντός εν τη μελέτη του Θεού, εν αλήθεια οψεταί σου η ψυχή εν εαυτή το φως του Χριστού και εις τον αιώνα μη σκοτάση. Αυτώ η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν

ΛΟΓΟΣ Η': ΠΕΡΙ ΤΑΞΕΩΣ ΛΕΠΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ

Πρόσεχε σεαυτώ, ώ αγαπητέ, αεί και ίδε εν τη συνεχεία των έργων σου και τάς θλίψεις τάς συναντώσας σοι και την χωράν της ερήμου της διαγωγής σου και την λεπτό­τητα του νοός σου μετά της στρυφνότητος της γνώσεως σου και το μήκος το πολύ της ησυχίας σου μετά των φαρμάκων των πολλών, ήτοι των πειρασμών, των εκ του αληθινού ιατρού επαγόμενων προς υγείαν εκείνου του έσω ανθρώπου, εν καιρώ δη, εκ των δαιμόνων και εν καιρώ εν νόσοις και εν πόνοις του σώματος και εν καιρώ, εν πτοήσει των νοημάτων της ψυχής σου εν ταίς μνήμαις ταίς δειναίς ταίς μελλούσαις είναι εις τα έσχατα εν καιρώ δε, εν τω κεντρισμώ και περιδέσμω της χά­ριτος της θερμής και των γλυκέων δακρύων και της χαράς του πνεύματος μετά των λοιπών, ίνα μη πληθύνω τους λόγους.
Άρα εν πασι τούτοις εντελώς καθοράς, ότι το έλκος σου ήρξατο υγιαίνειν και σφραγίζεσθαι; Τούτο δε εστίν, άρα τα πάθη ήρξαντο ασθενείν; Θού τεκμήριον και είσελθε εν έαυτώ διαπαντός και ίδε ποια μεν των παθών οράς, ότι ησθένησαν κατενώπιον σον, ποια δε εξ αυτών απώλοντο και απέστησαν παντελώς, και ποία εξ αυτών ήρξαντο σιωπάν εκ της υγιείας της ψυχής σου και ουχί εκ της αποστάσεως των πτοούντων, και ποια εκ της διανοίας έμαθε κραταιούσθαι και ουχί εκ της στερήσεως των αίτιων. Και πρόσεχε πάλιν εί άρα βλέπεις παντελώς εντός της σήψεως του έλκους σου, ότι ήρξατο σάρξ ζώσα ανέρχεσθαι, όπερ εστίν η ειρήνη της ψυχής και ποία μεν των παθών ακολούθως και ηπειγμένως εκβιάζονται, και εν ποίω καιρώ και καιρώ και ει είσι ταύτα σωματικά ή ψυχικά ή σύνθετα και σύμμικτα, και εί ως ασθενή εν τη μνήμη κινούνται σκοτεινώς ή ισχυρώς κατά της ψυχής επανίστανται, και εί άρα ως εξουσιάζοντα ή κλεψιμαίω τρόπω, και πώς προ­σέχει αυτοίς ο νους ο βασιλεύς, ο εξουσιάζων των αισθήσεων. Όταν κύψωσι και συνάψωσι πόλεμον, πολεμεί μετ' αυτών και εξατονείν αυτά ποιεί εν τη ισχύϊ εαυτού ή ουδέ πάλιν εν οράσει καθορά αυτά και ψηφίζει αυτά; Και ποια μεν αυτών απηλείφησαν εκ των παλαιών, ποια δε νεωστί επλάσθησαν; Και τα πάθη δε εν εικονισμώ κινούνται ή εν αισθήσει χωρίς εικονι­σμών, και εν μνήμη χωρίς πάθους και διαλογισμώ εκτός ερεθι­σμού; Και εκ τούτων πάλιν δυνατόν γνώναι το μέτρον της ψυχής, πώς ίσταται.
Εκείνα μεν τα πρώτα κατάστασιν ου πεφθάκασι. Διότι ακμήν άγων επίκειται τη ψυχή, καν και ισχυρότητα κατ' αυτών δεικνύει. Ταύτα δε, καθώς είπεν η Γραφή, εν χρήσει «εκάθισε», λέγουσα, «Δαβίδ εν τω οίκω αυτού, και ανέπαυσεν αυτόν ο Θεός εκ των περικύκλω αυτού πάντων». Ταύτα ου περί ενός των παθών νοήσεις, αλλά και μετά των παθών των φυσικών, της επιθυμίας και του θυμού, και τα πάθη της φιλο­δοξίας της εικονιζούσης τα πρόσωπα και φανταζούσης και είς επιθυμίαν και έφεσιν διεγειρούσης και το πάθος της φιλαργυρίας αύθις, όταν κοινωνή αυτώ η ψυχή κρυπτώς, καν και ου πείθηται είς έργον ελθείν, αλλά τα είδωλα των της φιλαργυρίας πραγμάτων εν τη όλη της συναγωγής του πλούτου εικονίζη εν τω νοί και την ψυχήν πείθη μελετήσαι εν αυτοίς και πόθον εμποιή κτήσασθαι αυτά μετά των λοιπών.
Ουχί πάντα τα πάθη εν προσβολή πολεμούσιν. Έστι γαρ πάθη, τάς θλίψεις μόνον δεικνύοντα τη ψυχή αμέλεια και ακηδία και λύπη, ουκ εν προσβολή ουδέ εν ανέσει προσβάλλουσιν, αλλά βάρος μόνον επιτιθέασι τη ψυχή. Η δε ισχύς της ψυχής εν νίκη κατά των εν προσβολή πολεμούντων δοκιμάζε­ται, και τούτων πάντων γνώσιν λεπτήν και τεκμήρια χρή τω άνθρώπω έχειν, όπως αισθηθή είς έκαστον βήμα, ο τίθησι, που έφθασε και εν ποία χώρα ήρξατο η ψυχή αυτού πατήσαι, εν τη γη του Χαναάν ή έξωθεν του Ιορδάνου.
Πρόσεχε δε και τούτο. Εάν δια του φωτός της ψυχής ικανή η γνώσις προς διάκρισιν τούτων ή εν σκότει διακρίνη αυτά ή παντελώς εστέρηται εκ των τοιούτων, ευρίσκεις άρα παντελώς, ότι ήρξατο ο λογισμός καθαρεύεσθαι; Δίδωσι τόπον ο μετεωρισμός εν τη διανοία κατά την ώραν της προσευχής; Και ποιον άρα πάθος ταράσσει εν τω προσεγγίσαι τη προσευχή την διάνοιαν; Αισθάνη εν σεαυτώ, ότι ή δύναμις της ησυχίας επεσκίασεν επί την ψυχήν εν επιεικείς και γαλήνη και ειρήνη, ην παρά το έθος είωθε γεννάν τη διανοία; Αρπάζεται ο νους αεί έξωθεν του θελήματος εις τάς εννοίας των ασωμάτων, εις άπερ ουκ επετράπησαν αί αισθήσεις ερμηνεύσαι αυτά; Εξάπτεται εν σοι εξαίφνης χαρά, η κατασιγάζουσα την γλώσσαν; Εν τη ανομοίω τρυφή εαυτής βρύει εκ της καρδίας αεί ηδονή τις και έλκει τον νουν όλον εξ όλου;
Ανεπαισθήτως κατά καιρόν και καιρόν εμπίπτει εις όλον το σώμα τρυφή τις και αγαλλίασις, άπερ γλώσσα σαρκί­νη ου δύναται αυτά εξειπείν, έως αν πάντα τα επίγεια σποδόν και σκύβαλα ηγήσηται, εν τη μνήμη ταύτη. Εκείνη γαρ η πρώτη η της καρδίας· εν καιρώ εν ώρα της προσευχής και εν καιρώ εν τη αναγνώσει και εν καιρώ πάλιν εκ της διηνεκούς μελέτης και του μήκους της διανοίας θερμαίνεται ο νους. Αύτη δε η εσχάτη, ως τα πολλά έξωθεν τούτων και ποσάκις εν έργω παρέργω, και είς τα πολλά των νυκτών εν τω αυτώ τρόπω ότε μεταξύ του ύπνου και της εγρηγόρσεως, ως υπνών και ως μη υπνών και ως εγρηγορώς και ουκ εγρηγορώς επισυμβαίνει. Όταν δε επιδημήση τω ανθρώπω εκείνη η τρυφή η σφύζουσα εν όλω τω σώματι αυτού, ούτω νομίζει ότι ο τοιούτος εν εκείνη τη ώρα, ως ουκ εστίν άλλο τι ή των ουρανών βασιλεία ή τούτο.
Βλέπε πάλιν εί η ψυχή εκτήσατο δύναμιν ψιλούσαν τάς μνήμας τάς αισθητάς εν τη δυνάμει της ελπίδος της κατακρατούσης της καρδίας, και κραταιούσαν τάς αισθήσεις τάς εσωτικάς εν ανερμηνεύτω πληροφορίας πείθοι και εί εξυπνίσθη η καρδία, χωρίς της περί αυτής προνοίας αιχμαλωτισθήναι των επιγείων, εν τη απαύστω διηγήσει μετά της εργασίας αυ­τής της αδιαλείπτου, της ούσης μετά του Σωτήρος ημών.
Κτήσαι γνώσιν της διαφοράς της κλήσεως αυτής και της διηγήσεως, όταν ακούσης. Ταχέως δε γεύσασθαι τούτων ποιεί τη ψυχή η μη διακοπτόμενη ησυχία εν τη αδιαλείπτω ερ­γασία αυτής και διαμενούση. Απόλλυνται γαρ πάλιν μετά την εύρεσιν αυτών εκ της αμελείας των δεχόμενων, και εν μακρώ χρόνω αύθις ούχ ευρίσκονται. Εν τούτοις γαρ τολμά τις του ει­πείν, τεθαρρηκώς τη μαρτυρία της συνειδήσεως αυτού, όπερ είπεν ο μακάριος Παύλος φάσκων, «πεπεισμαι, ότι ούτε θάνα­τος ούτε ζωή, ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα, ούτε τα λοιπά άλλα, χωρίσαι με της αγάπης δύνανται του Χριστού» ούτε γαρ θλίψεις αί του σώματος και μετ' αυτών αί της ψυχής, ούτε λι­μός, , ου διωγμός, ου γυμνότης, ου μόνωσις, ουκ εγκλεισμός, ου κίνδυνος, ου μάχαιρα, αλλ' ουδέ οι άγγελοι του Σατανά, ούτε αί δυνάμεις αυτού εν τοις κακοίς τρόποις των μηχανημάτων, ούτε η καταργουμένη δόξα εν τη εαυτής προσβολή, τη προσβαλλούση αυτώ, ούτε συκοφαντίαι και μέμψεις εν κολαφισμώ δωρεάν και μάτην γινόμεναι.
Εαν δε ταύτα, ώ αδελφέ, κατά τίνα τρόπον πλεονάζειν ή υστερείν, θεωρείσθαι εν τη ψυχή σου ουκ ήρξαντο, οι κά­ματοι σον και αί θλίψεις και η ησυχία σου άπασα μόχθος εστίν ανόνητος και ουδέ, εάν θαυμάσια εν ταίς χερσί σου εργάζωνται και τους νεκρούς ανιστώσιν, είς ομοίωσιν τούτων λογίζονται. Και δη αρτίως κίνησον την ψυχήν σου και εν δάκρυσι πείσον τον σώζοντα τα πάντα αφαιρείν τον βήλον της θύρας της καρ­δίας σου και την σκότωσιν της καταιγίδος των παθών εκτίλαι του ένδοθεν στερεώματος, του αξιωθήναι σε ιδείν την ακτίνα της ημέρας, ίνα μη γένη ως νεκρός καθήμενος εν σκοτώσει είς τους αιώνας.
Αγρυπνία διηνεκής μετά αναγνώσεως και μετάνοιαι συνεχείς εκ διαδοχής γινόμεναι υπό τίνος ου χρονίζουσι δού­ναι ταύτα τα αγαθά τοις ούσι σπουδαίοις. Και ο εύρων, εν τού­τοις εύρεν αυτά,
Καί οι θέλοντες πάλιν ταύτα ευρείν, χρήζουσιν εμμείναι τη ησυχία, συνάμα τη έργασίφ τούτων, και προς τούτοις μη δεσμευθήναι την αυτών διάνοιαν εν τινι, μηδέ εν ανθρώπω εκτός της ψυχής εαυτών, εν τη εργασία δε αυτής τη ένδον εράζεσθαι. Αλλά και εν αυτοίς τοις έργοις, επ' ενίοις τούτων ευρίσκομεν μερικώς εγγύς ημών αίσθησιν ακριβή, δι' ης και περί των λοιπών βεβαιούμεθα.
Ο εν τη ησυχία καθήμενος και πείραν της χρηστότητος λαβών του Θεού, ου χρήζει πολλής πιθανότητας, αλλ' ουδέ κατά τίνα τρόπον απιστίας νοσεί η ψυχή αυτού, ως οι διστάζοντες τη αληθεία. Η μαρτυρία γαρ της εαυτού διανοίας ικανοί πείσαι εαυτόν υπέρ απείρους λόγους, πείρας όντας χωρίς.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα και μεγαλοπρέπεια είς τους αιώνας. Αμήν.

ΛΟΓΟΣ Θ': ΠΕΡΙ ΤΑΞΕΩΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

ΣΥΝΤΟΜΙΑΣ ΤΕ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΕ ΚΑΙ ΠΟΙΩ ΤΡΟΠΩ ΤΙΚΤΟΝΤΑΙ ΑΙ ΑΡΕΤΑΙ ΕΞ ΑΛΛΗΛΩΝ

Εκ της εργασίας της βιαίας τίκτεται η θέρμη η άμετρος, η πυρπολουμένη εν τη καρδία εκ θερμών ενθυμήσεων, των καινώς επιπολευουσών τη διανοία. Αύτη δε η ερ­γασία και η φυλακή λεπτύνουσι τον νουν εν τη θέρμη αυτών και παρέχουσιν αύτω όρασιν, και αύτη η όρασις τίκτει τους θερμούς λογισμούς, ους προείπον, εν τω βάθει της οράσεως της ψυχής, ήτις καλείται θεωρία. Αύτη δε η θεωρία τίκτει την θέρμην και εκ της θέρμης ταύτης, της εκ της χάριτος της θεω­ρίας επιγινομένης, γεννάται η επιρροή των δακρύων.
Εξ αρχής μεν μικρόν κέρδος, τουτέστιν εν μια ημέρα πολλάκις επέρχεται τω ανθρώπω δάκρυα και αύθις ελλείπει, και εκ τούτου άρχεται το άπαυστον δάκρυον και εκ των απαύστων δακρύων δέχεται η ψυχή την ειρήνην των λογισμών, εκ δε της ειρήνης των λογισμών υψούται εις την καθαρότητα του νου, δια δε της του νου καθαρότητας έρχεται ο άνθρωπος εις το βλέπειν τα μυστήρια του Θεού. Διότι η καθαρότης εν τη από των πολέμων ειρήνη κεκρυμμένη εστί. Μετά δε ταύτα φθάνει ο νους ιδείν αποκαλύψεις και σημεία, ως είδεν Ιεζεκιήλ ο προφήτης, άπερ εικονίζει τάς τρεις τάξεις, δι' ας προσεγγίζει τω Θεώ η ψυχή. Τούτων απάντων αρχή η προς Θεόν αγαθή πρόθεσις και τα είδη των έργων της ησυχίας, τα αμετάτρεπτα, άπερ τίκτεται εκ της πολλής εκκοπής και του μακρυσμού των βιωτικών. Ου τοσούτον δε αναγκαίον εστί τα είδη τούτων των έργων καθ' έκαστον ειπείν, διότι τοις πάσιν εισίν εγνωσμένα. Όμως, επειδή αζήμιος πέφυκεν η τούτων έκθεσις τοις εντυγχάνουσιν, επικερδής δε μάλλον, ως έγωγε φημί, ουκ οκνητέον εκθέσθαι ταύτα.
Άτινά εισίν η πείνα, η ανάγνωσις, η ολόνυκτος και νήφουσα αγρυπνία, κατά την εκάστου δύναμιν, και το πλήθος των μετανοιών, όπερ ποιείν χρειώδες εν τε ταίς ώραις της ημέ­ρας και εν νυκτί πολλάκις. Έστω δε το ελάχιστον τριάκοντα ποιήσαι μετανοίας εφάπαξ και μετέπειτα προσκυνήσαι τον τίμιον σταυρόν και αναχωρήσαι. Είσι δε τίνες, οίτινες προστιθέασι τω μετρώ τούτω κατά την εαυτών δύναμιν. Άλλοι εν μια ευχή ποιούσι τρεις ώρας, έχοντες τον νουν νήφοντα και ρίπτον­τες εαυτούς χωρίς βίας και μετεωρισμού λογισμών επί πρόσωπον. Και ταύτα τα δύο είδη δηλούσι και εμφαίνουσι του πλούτου το πλήθος της χρηστότητας, ήτοι της χάριτος, ήτις εκάστω των ανθρώπων κατά την οικείαν αξίαν διαιρείται.
Τίς δε ο τρόπος της ετέρας προσευχής και της εν αυτή τε διαμονής της ελευθέρας από της βίας, ου δίκαιον ελογισάμην εμφανίσαι, ουδέ λόγοις γλώττης και χαραγμαίς εκφέρειν αυτής την τάξιν, ίνα μη, ο αναγινώσκων και μηδέν ευρεθείς καταλαβών ων αναγινώσκει, νομίση ανόνητα είναι τα γεγραμμένα, ή, εάν ευρέθη, ειδώς ταύτα, γένηται εξευτελίζων τον μη ειδότα την των πραγμάτων τάξιν. Και εκ τούτου μέν μέμψις, εκ δε του ετέρου γέλως. Και ευρεθήσομαι βάρβαρος εν τοις τοιούτοις πράγμασι, κατά το του Αποστόλου λόγιον, όπερ περί του προφητεύοντος είρηκεν.
Ο ούν επιθυμών μαθείν ταύτα, διοδευέτω εν τη οδώ τη προγεγραμμένη και ακόλουθον ποιείτω την εργασίαν τη διανοία. Και όταν εν τούτοις γένηται εν έργω, αυτός αφ' εαυτού μαθήσεται και ου δεηθήσεται πάντως του διδάξοντος. Καθέζου, γαρ φησίν, εν τω κελλίω σου, και αυτό καθ' αυτό πάντα σε διδάξει.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.

ΛΟΓΟΣ Ι΄: ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΝ ΤΙΝΙ ΔΙΑΦΥΛΑΤΤΕΤΑΙ ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

ΚΑΙ ΤΙΣ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΔΟΞΟΛΟΓΙΑΣ
Δει τον μοναχόν είναι εν πασι τοις εαυτού σχήμασι και πράγμασι τύπον ωφελείας τοις ορώσιν αυτόν, όπως εκ των πολλών αρετών αυτού των διαλαμπουσών ως ακτινών, βλέποντες οι της αληθείας εχθροί και μη βουλόμενοι, ομολογήσωσιν, ότι εστί τοις Χριστιανοίς ελπίς σωτηρίας βε­βαία και αμετάπτωτος, πανταχόθεν τε επιδράμωσι προς αυτόν ως καταφυγών όντα, ώστε υψωθήναι το κέρας της Εκκλησίας κατά των εχθρών αυτής και πολλούς κινηθήναι προς ζήλον της αυτού αρετής και του κόσμου εξελθείν, και γενέσθαι αυτόν αιδέσιμον εν πάσιν εκ του κάλλους της πολιτείας αυτού. Καύχημα γαρ της Χριστού Εκκλησίας η μοναχική πολιτεία.
Δει ούν τον μοναχόν έχειν σχήματα ωραία εκ πάντων των μερών αυτού, ήγουν υπεροψίαν των ορωμένων, ακριβή ακτημοσύνην, καταφρόνησιν τελείαν της σαρκός, νηστείαν υψηλήν, διαμονήν εν τη ησυχία, ευταξίαν των αισθήσεων, οράσεως παραφυλακήν, πάσης έριδος περί πράγματος του αιώνος τούτου εκκοπήν, την εν λόγοις βραχύτητα, την εκ μνησικακίας καθαρότητα, την μετά διακρίσεως απλότητα, ακεραιότητα και αφελότητα καρδίας μετά συνέσεως και εντρεχείας και αγχινοίας.
Τό γινώσκειν, ότι περιττή η παρούσα ζωή και ευπετής, και ότι εγγύς εστίν η ζωή εκείνη η αληθινή και πνευματική. Το μη γινώσκεσθαι υπό των ανθρώπων ή καταγινώσκεσθαι. Το μη δεσμεύειν εαυτόν εν εταιρία και ενώσει τίνος των ανθρώπων. Το έχειν τον τόπον της οικήσεως ήσυχον. Το φεύγειν αεί τους ανθρώπους και αδιαλείπτως εγκαρτερείν ταίς προσευχαίς και ταίς αναγνώσεσι. Το μη αγαπάν την τιμήν, μηδέ χαίρειν ξενίοις. Το μη δευσμεύειν εαυτόν τη ζωή ταύτη. Το υπομένειν γενναίως τους πειρασμούς. Το απαλλαγήναι των κοσμικών εφέσεων και της εξερευνήσεως και μνήμης των πραγμά­των αυτών. Το διηνεκώς φροντίζειν και μελετάν εις την χωράν την αληθινήν. Το έχειν το πρόσωπον στυγνόν και ερρικνωμένον. Το δακρύειν διηνεκώς νυκτός και ημέρας. Και το πάντων τούτων πλέον, το φυλάσσειν την ιδίαν σωφροσύνην και καθαρεύειν από της γαστριμαργίας και από των μικρών και από των μεγάλων. Αύται γαρ εισίν αι αρεταί του μοναχού, ως συντόμω ειπείν, αι μαρτυρούσαι αυτώ την από του κόσμου παντε­λή θνήσιν και την προς τον Θεόν εγγύτητα.
Δει ούν ημάς φροντίζειν αυτών εν παντί καιρώ και κτήσασθαι αυτάς. Εάν δε τις είπη, Τις ην η χρεία του κατά μέ­ρος ορίζειν αυτά και μη καθόλου και εν συντόμω περί αυτών ειπείν, Ερώ, ότι τούτο αναγκαίως γέγονεν, ίνα, όταν ζήτηση εν τι των ειρημένων εν τη ψυχή αυτού ο επιμελούμενος της ζωής αυτού και εύρη ότι ενδεής εστίν ενός τούτων των ωρισμένων, γνώσεται εντεύθεν το ελάττωμα αυτού εν πάση αρετή, και έσται αυτώ αυτή η τάξις εν μέρει υπομνήματος. Όταν δε κτήσηται τα ωρισμένα άπαντα εν εαυτώ, τότε και η γνώσις των λοιπών, ων ουκ εμνήσθην, δοθήσεται αυτώ. Και έσται τοις ανθρώποις τοις αγίοις αίτιος δοξολογίας της εις Θεόν. Καντεύθεν ετοιμάσει τη ψυχή αυτού τόπον ανέσεως προ του εξελθείν αυτόν εκ τούδε του βίου.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα είς τους αιώνας. Αμήν.

ΛΟΓΟΣ ΙΑ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗ ΔΕΙΝ ΤΟΝ ΔΟΥΛΟΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΝ ΠΤΩΧΕΥΣΑΝΤΑ ΑΠΟ ΤΩΝ ΚΟΣΜΙΚΩΝ

ΚΑΙ ΕΞΕΛΗΘΟΤΑ ΕΙΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΝ ΑΥΤΟΥ, ΔΙΑ ΤΟ ΜΗ ΕΦΘΑΚΕΝΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΗΨΙΝ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ, ΦΟΒΩ ΤΟΥΤΟΥ ΠΑΥΣΑΣΘΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΡΑΝΘΗΝΑΙ ΤΗΣ ΘΕΡΜΗΣ ΤΗΣ ΤΙΚΤΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥ ΠΟΘΟΥ ΤΩΝ ΘΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ ΑΥΤΩΝ. ΔΙ ΩΝ ΤΡΟΠΩΝ ΠΕΦΥΚΕΝ Ο ΝΟΥΣ ΦΥΡΕΣΘΑΙ ΕΝ ΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ

Τρείς εισί τάξεις, εν αις προκύπτει ο άνθρωπος. Η τάξις των αρχαρίων, και η μέση, και η των τελείων. Και ο μεν εν τη πρώτη τάξει ων, ει και το φρόνημα αυτόν είς το αγαθόν ρέπει, αλλ' ούν η κίνησις της διανοίας αυτού εν τοις πάθεσιν εστίν. Η δε δευτέρα, μέση τίς εστίν εμπάθειας και απάθειας. Και οι δεξιοί λογισμοί και οι εξ ευωνύμων εξίσης κι­νούνται εν αυτώ, και ου παύεται όλως βρύων το φως και το σκότος, ως ήδη είρηται. Εάν δε παύσηται προς ολίγον από της συνεχούς αναγνώσεως των θείων Γραφών και της φαντασίας των θείων νοημάτων, εν οίς φανταζόμενος εξάπτεται εν τοις τρόποις της αληθείας κατά την εαυτού δύναμιν, μετά της παραφυλακής της έξωθεν, εξ ης γίνεται και η ενδοτάτη φυλακή και το έργον το ικανόν, μέλλει ανθέλκεσθαι είς τα πάθη.
Εαν δε θρέψη την φυσικήν αυτού θέρμην εν οίς έφην, και μη εάση την αναζήτησιν και την έρευναν και τον προς αυτά πόθον μακρόθεν, καν ούχ εώρακεν αυτά, άλλ' εκ του νεύματος της αναγνώσεως των θείων Γραφών τρέφων τους λογισμούς αυτού και συνέχων, ίνα μη κλίνωσιν είς τα αριστερά, και μη δέξηται σπόρον τινά διαβολικόν εν σχήματι αληθείας, φύ­λαξη δε μάλλον την εαυτού ψυχήν μετά πόθου και αιτήσηται τον Θεόν μετά εμπόνου προσευχής και υπομονής, αυτός παρέξει αυτώ την αίτησιν αυτού και ανοίξει αυτώ την θύραν αυτού,και μάλιστα δια την ταπείνωσιν αυτού. Τα γαρ μυστήρια τοις ταπεινόφροσιν αποκαλύπτονται.
Εαν δε αποθάνη επί ταύτη τη ελπίδι, εί και μηδαμού θεάσηται την γήν εκείνην εκ του σύνεγγυς, αλλ' οίμαι, ότι η κληρονομία αυτού μετά των αρχαίων δικαίων έσται, των ελπισάντων φθάσαι την τελειότητα και μη θεασαμένων αυτήν, κατά το αποστολικόν λόγιον, ότι «επ' ελπίδι ειργάσαντο πάσας τάς ημέρας αυτών και εκοιμήθησαν». Αλλά τι είπωμεν, εάν μη φθάση ο άνθρωπος εισελθείν είς την γήν της επαγγελίας, ήτις εστί τύπος της τελειώσεως, τουτέστιν καταλαβείν την αλήθειαν φανερώς, κατά το μέτρον της φυσικής δυνάμεως; Άρα δια τούτο κωλύεται από τούτου και μένει εν τη εσχάτη τάξει, ης πάσα η πρόθεσις επί τα αριστερά κέκλικεν: η και δια το μη καταλαβείν πάσαν την αλήθειαν, άρα εμμένει τη αγενότητι της εσχάτης τάξεως, ήτις ου γινώσκει, ουδέ επιθυμεί τούτων; ή πρέπει αυτόν υψωθήναι προς ταύτην την μέσην οδόν, ην έφην;
Καν γαρ ουκ εθεάσατο αυτήν, ει μη ως δι ' εσόπτρου, άλλα ήλπισε μακρόθεν και δια ταύτης της ελπίδος συνετέθη τοις πατράσιν αυτού. Και εί ουκ ηξιώθη της τελείας χάριτος εν­ταύθα, άλλα δια το πάντοτε αυτή ομιλείν και όλω τω νώ εν αυτή αναστρέφεσθαι και δια το κείσθαι εν τη επιθυμία αυτής όσον ζη, εδύνατο εκκόψαι τους λογισμούς τους πονηρούς, και ότι εν τη ελπίδι ταύτη η καρδία αυτού πεπληρωμένη εκ του Θεού εξέρχεται εκ του κόσμου τούτου.
Εάν οτιούν έχον ταπείνωσιν ευπρεπές πέφυκεν. Η γαρ αδολεσχία του νοός η ασώματος είς τον πόθον του Θεού, ήτις οδηγείται εκ της κατανοήσεως των θείων Γραφών, περιφράττει την ψυχήν έσωθεν απ' έμπροσθεν των πονηρών λογισμών και τηρεί την διάνοιαν εν τη μνήμη των μελλόντων αγα­θών, ίνα μη χαυνωθή ο νους εν τη αμελεία, αυτού και σχολάση αντί των κρειττόνων είς την μνήμην των κοσμικών πραγμάτων. Διότι εκ τούτων κατ' όλίων ψυχραίνονται αι θερμότητες των θαυμαστών κινήσεων αυτού, και εμπίπτει είς επιθυμίας ματαίας τε και αλόγους.
Τω δε Θεώ ημών είη δόξα.

ΛΟΓΟΣ ΙΒ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΩΣ ΟΦΕΙΛΕΙ Ο ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΣ ΚΑΘΕΖΕΣΘΑΙ ΕΝ ΤΗ ΗΣΥΧΙΑ

Άκουσον, αγαπητέ, εάν θέλης, ίνα μη γένωνται τα έργα σου μάταια και αι ημέραι σου αργαί και στερούμεναι του κέρδους του ελπιζομένου τοις διακριτικοίς εν τη
ησυχία. Η είσοδος σου εν αυτή εν διακρίσει έστω αλλά μη εξ υποδοχής τινός, ίνα μη γένη ως οι πολλοί, αλλά γενέσθω σκο­πός τεθειμένος εν τη διανοία σου, ίνα προς αυτόν ευθύνης τα έργα της πολιτείας σου. Και ερώτησον τους επί πλέον γινώσκοντας εκ πείρας και ουχί από γνώσεως μόνον, και μη παύση, έως ων γυμνασθής εν πάσαις ταίς τρίβοις των έργων αυτής. Και πάν βήμα, όπερ τιθής, γίνου εξετάζων, εί εν τη οδώ πορεύη, ή έξωθεν αυτής εξέκλινας, εις μίαν τρίβον έξωθεν αυτής πορευόμενος. Και μη πιστεύσης εκ των έργων μόνων των φα­νερών ότι τελειούται η ακριβής πολιτεία της ησυχίας.
Εαν επιθυμής ευρείν τι και φθάσαι αυτό εν τη εαυτού πείρα, γενέσθω σοι σημεία και τεκμήρια κρυπτώς εν τη ψυχή σου είς έκαστον βήμα, όπερ τιθής, και εξ αυτών μέλλεις γνώναι την αλήθειαν των Πατέρων ή την πλάνην του εχθρού.
Έστω δε σοι ταύτα τα ολίγα, έως αν σοφισθείης εν τη οδώ σου. Ότε εν τη ησυχία βλέπεις εν τω νοί σου την διάνοιαν σου δυναμένην ελευθερίως ενεργείν εν τοις λογισμοίς τοις δεξιοίς και ουκ έστι βία αύτη εν τη εξουσία αυτής περί τίνος αυτών, γνώθι ότι η ησυχία σου ορθή εστί.
Καϊ πάλιν, όταν λειτουργής, εάν εν τη διαφορά της λειτουργίας σου πόρρω του μετεωρισμού κατά το δυνατόν υπάρχης και εξαίφνης κόπτηται ο στίχος εκ της γλώσσης σου και εκχέη κατά της ψυχής σου τάς πέδας της σιωπής έξωθεν της ελευθερίας αυτής και αύται έξακολουθούσι τη διαμονή, γνώθι, ότι είς τούμπροσθεν έρχη εν τη ησυχία σου και ήρξατο η πραότης διπλασιάζεσθαι εν σοι. Η ησυχία γαρ η απλή μεταξύ της δικαιοσύνης ψεκτή εστίν. Η πολιτεία η απλή ώσπερ μέλος μονογενές κεχωρισμένον εκ της βοηθείας των άλλων ψήφιζεται παρά τοις φιλοσόφοις και διακριτικοίς.
Και εάν πάλιν βλέπης τη ψυχή σου, εν εκάστω λογισμώ κινουμένω εν αυτή και πάση μνήμη και ταίς θεωρίαις ταίς εν τη ησυχία σου, πληρουμένους τους οφθαλμούς σου δα­κρύων και βρέχοντας κατά των παρειών σου χωρίς βίας, γνώθι, ότι ήρξατο γενέσθαι έμπροσθεν σου άνοιγμα του φρα­γμού, είς κατάλυμα των εναντίων.
Καϊ εάν ευρίσκης εν εαυτώ κατά καιρόν και καιρόν βαπτιζομένην την διανοιάν σου εντός σου, χωρίς προνοίας της περί αυτήν έξωθεν της τάξεως του έθους και διαμένη τι της ώρας ή όπερ εστί, και μετά ταύτα βλέπης τα μέλη σου ωσανεί εν ασθενεία πολλή και βασιλεύς η ειρήνη επί τους λογισμούς σου και αυτό σοι τούτο διαμένη αεί, γνώθι, ότι ήρξατο η νεφέλη επισκιάσαι επί την σκηνήν σου.
Εαν δε, όταν καιρόν ποίησης εν τη ησυχία, ευρίσκης εις την ψυχήν σον λογισμούς, σχίζοντας και εξουσιάζοντας αυτής, και ως εν βία παραλαμβάνηται εξ αυτών εν πάση ώρα και οδηγήται η διάνοια αυτής εν παντί καιρώ είς άπερ επράχθη υπ' αυτής ή επιθυμή εξετάσαι τα μάταια, γνώθι, ότι ματαίως κοπιάς εν τη ησυχία και εν τω μετεωρισμώ διάγει η ψυχή σου. Και γίνονται αύτη αιτίαι έξωθεν ή από αμελείας της ένδον από των καθηκόντων, μάλλον δε εκ της αγρυπνίας και της αναγνώ­σεως, καί ευθέως κατάστησον το πράγμα σου.
Εαν δε, όταν εισέλθης εν ταίς ημέραις αυταίς, ούχ ευρίσκης ειρήνην εκ της οχλήσεως των παθών, μη θαυμάσης. Εάν γαρ ο κόλπος του κόσμου, διαδραμουσών εξ αυτού των ακτι­νών του ηλίου, μετά ώραν μακράν εν θερμότητι διατελή, και η οσμή πάλιν των φαρμάκων και ο καπνός του μύρου, ο εκχεόμενος εν τω αέρι, ώραν μακράν διαμένει προ του διασκεδασθήναι και αφανισθήναι, πόσω μάλλον τα πάθη, τα ως δίκην κυνών ειωθότων εν μακέλλω λείξαι το αίμα, ηνίκα κωλυθείη της ύλης του έθους αυτών, ίστανται προ των θυρών υλακτούντα, έως αν διασκεδασθή η δύναμις της προτέρας αυτών συνηθείας;
Ότε άρξεται η αμέλεια κλοπιμαίω τρόπω εισελθείν εν τη ψυχή σου και είς τα οπίσω στρέφεται εαυτής εν σκοτώσει και επλησίασεν ο οίκος πληρωθήναι σκοτώσεως, ταύτα τα τεκμήρια πλησιάζουσιν αισθάνη εν εαυτώ κρυπτώς, ότι εν τη πίστει σου ασθενείς και εν τοις ορατοίς πλεονεκτείς και η πεποίθησις σου μειούται και εν τω πλησίον σου ζημιούσαι και όλη η ψυχή σου πληρούται μέμψεως εν στόματι και καρδία κατά παντός ανθρώπου και πράγματος και εν οις πράγμασιν απαντάς εν τε λογισμοίς και αισθήσεσι και κατ' αυτού του Υψηλού και πτοή εκ της βλάβης του σώματος, δι' ης η μικροψυχία κατακυριεύσει σου εν πάση ώρα, και κατά καιρόν και καιρόν κινείται η ψυχή σου εν τω φόβω, ως και από της σκιάς σου δειλιάν και κατεπείγεσθαι. Την πίστιν γαρ, ουχί την ως θεμέλιον της ομολογίας των πάντων λέγομεν, αλλά την δύναμιν εκείνην την νοητήν, την εν τω φωτί της διανοίας στηρίζουσαν την καρδίαν και εν τη μαρτυρία της συνειδήσεως κινούσαν εν τη ψυχή πολλήν πεποίθησιν προς τον Θεόν, ίνα μη αύτη φροντίζη εαυτής, αλλ' επί τον Θεόν επιρρίψη την φροντίδα αυτής αμερίμνως εν παντί, εκάλυψας εν τη απιστία.
Όταν δε είς το έμπροσθεν σου έλθης, ταύτα τα φανερά σημεία εν τη ψυχή σου ευρήσεις πλησίον. Εν τη ελπίδι κραταιούσαι εν πάσι και εν τη ευχή πλουτήσεις, και ούχ υστερή ύλη κέρδους ποτέ εν τη διανοία σου, εν οις απαντάς άπασι, και αισθάνη της ασθενείας της ανθρωπινής φύσεως και εξ ενός τούτων εκ της υπερηφανίας φυλάττεσαι, και εν τω μέρει δε τω άλλω τα ελαττώματα καταφρονούντα του πλησίον εν τοις οφθαλμοίς σου. Και γίγνη εν επιθυμία του εξελθείν εκ του σώματος εν τη εφέσει, εν η μέλλομεν έσεσθαι εν τω μέλλοντι. Και πάντα τα συμβαίνοντα ημίν θλιβερά, τα συναντώντα σοι φανερώς και κρυπτώς, ευρίσκεις εν δικαιοσύνη. Τα πάντα εγγύς σου εν πάση ακριβεία, τη απεχούση από της οιήσεως. Και υπέρ πάντων εξομολόγησιν αποδώσεις και ευχαριστίαν. Ταύτα τα σημεία των νηφόντων και παραφυλαττομένων και εν τη ησυχία διαμενόντων και την ακρίβειαν της πολιτείας επιθυμούντων φθάσαι.
Οί χαύνοι δε ου χρήζουσι τούτων των τεκμηρίων των λεπτών των ενέδρων των πτώσεων, δια το απέχειν αυτούς από των κρυπτών αρετών. Ότε μία εκ τούτων παρακύψαι άρξεται εν τη ψυχή σου, νόησον αυτή τη ώρα εν ποίω μέρει ήρξω εκκλίνειν. Ευθύς γαρ γινώσκεις ποίας συνοδίας εστίν. Ό Θεός δώη ημίν γνώσιν αληθή. Αμήν.